ΠΡΙΝ ΕΜΦΑΝΙΣΤΟΥΝ ΟΙ ΧΟΥΛΙΓΚΑΝ ΣΤΑ ΓΗΠΕΔΑ
Μέσα στο σινεμά τρώγανε φασολάδα, κάποιοι προτιμούσαν μακαρονάδα, κατουρούσαν από τον εξώστη στην πλατεία, βρίζανε σα να βρισκόντουσαν στο γήπεδο, ξεκούμπωναν το παντελόνι και τον έπαιζαν κανονικά παρακολουθώντας την ηθοποιό στην οθόνη.
Εποχή, πριν από 50 χρόνια, όπου η αλητεία των οργανωμένων ποδοσφαιρικών οπαδών είναι άγνωστο είδος στην ελληνική κοινωνία. Χρειάστηκε η τηλεόραση να μας φέρει κοντά στους γηπεδικούς αγριοτσαμπουκάδες, ιδιαίτερα στην Ολλανδία και την Αγγλία, για να απολαύσουμε κι εμείς εδώ τους μιμητές του χουλιγκάνικου «κινήματος».
Πώς, όμως, και πού να εκτονωθεί έξω απ’ το σπίτι του ο 15χρονος μαθητής τις δυο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στη χώρα μας; Σκασιαρχείο από το γυμνάσιο, δεν έπαιζε τότε το λύκειο. Κοπάνα και που να πας; Το πρωινό σινεμά στην Τρούμπα ήταν μια πολύ προχωρημένη επιλογή, που έφερνε τον άβγαλτο πιτσιρικά με τα κατακάθια της κοινωνίας.
Σα σήμερα, 2 Απριλίου του 1902, ανοίγει ο πρώτος σινεμάς στο Λος Αντζελες με τον όνομα «Ηλεκτρικό Θέατρο». To «Electric Theater» φτιάχτηκε από τον Τόμας Λίνκολν Τάλυ, τον άνθρωπο που υπέγραψε το πρώτο συμβόλαιο με τον μέγα Τσάρλυ Τσάπλιν.
Επιστρέφοντας στην δική μας νοσταλγική εποχή παραθέτω την κινηματογραφική γραφή με την οποία ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος δίνει την ατμόσφαιρα στα σινεμά της Τρούμπας. Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του «Εκ Πειραιώς».
Κάθε μέρα δυο έργα, καουμπόϋκα, γκαγκεστερικά
Το παιδί όταν κάνει κοπάνα από το γυμνάσιο περνάει από τη Νοταρά να αφήσει τα βιβλία τού σχολείου στα κορίτσια και συνήθως πάει ΟΦΗ όπως λένε συνθηματικά τα παιδιά στη γειτονιά τους τρεις κινηματογράφους ΟΛΥΜΠΙΚ, ΦΩΣ, ΗΛΥΣΙΑ, οι δύο πρώτοι πλάι πλάι επί της Δευτέρας Μεραρχίας και ο τρίτος μέσα στη γωνία της Φίλωνος, εκεί που ήταν παλιά το περίφημο καφέ αμάν της Γιαννιούς.
Η προβολή και στα τρία σινεμά αρχίζει πριν τις οχτώ το πρωί για τους σκασιάρχες από σχολεία, εργοστάσια, μηχανουργεία, αποθήκες αλλά ανοίγουν την πόρτα πολύ νωρίτερα για να απαγκιάσουν ή να κοιμηθούν στα καθίσματα μέχρι να αρχίσει το έργο οι σκαστοί από τις πρώτες βάρδιες 6-2 και οι άστεγοι που τουρτουρίζουν απέξω. Προς το μεσημέρι τα σινεμά έχουν τιγκάρει, δεν υπάρχουν άδεια καθίσματα, και αυτοί που μπαίνουν από τις απογευματινές βάρδιες 2-10 αρχίζουν τις φωνές:
- Ξυπνάτε ρεεε…
- Οι πρωινοί να φεύγουν.
Είναι σινεμά μόνο για άντρες ή κανένα κορίτσι της δουλειάς να ξεκουραστεί από την ορθοστασία στο πεζοδρόμιο, κάθε μέρα παίζουν δύο έργα, καουμπόικα, ξιφομαχίες, γκαγκστερικά, πολεμικά, συν εικοσάλεπτα μποξ ή ποδόσφαιρο. Μέσα επικρατεί ασυδοσία, οι θεατές καπνίζουν, τρώνε, κυκλοφορούν από κάθισμα σε κάθισμα, φωνάζουν, φτύνουν, πετάνε ψωμιά, αναμμένα τσιγάρα.
Οι πονηρεμένοι πάνε κατευθείαν στον εξώστη όπου η ασυδοσία είναι πλήρης, άλλος κατουράει εκεί που κάθεται για να μη χάσει τη συνέχεια του έργου, άλλος γουστάρει την ηθοποιό και τον παίζει, όμως είναι σε πλεονεκτική θέση από την πλατεία. Όσοι είναι στα ψηλά τυραννάνε τους κάτω, φτύνουν τα φλούδια από τους λιόσπορους, εκτοξεύουν ροχάλες, αποφάγια, αναμμένες σαϊτες, και τα μπουνίδια δεν αργούν, ιδίως αν το έργο είναι μάπα και η βαρεμάρα γενική πλακώνονται ομαδικά πλατεία και εξώστης.
- Η πλατεία γαμιέται, αρχίζει κάποιος από πάνω.
- Ο εξώστης τον παίρνει, απαντάει ένας από την πλατεία.
- Σας έχουμε αποκάτω.
- Σας γαμήσαμε και σας βάλαμε στο πατάρι.
- Της μάνας σου.
- Τι είπες ρε;
Και γίνεται το μάλε βράσε, άλλοι τρέχουν στα τσιμεντένια σκαλιά προς τα κάτω, άλλοι ανεβαίνουν τα σκαλιά προς τα πάνω, και οι μπουνιές και οι κλοτσιές πέφτουν βροχή στα τυφλά. Τότε κόβεται το έργο και ανάβουν τα φώτα να ηρεμήσουν, ενώ ο μηχανισμός στο καμαράκι προβολής αλλάζει σβέλτα την ταινία και βάζει την εφεδρική μπομπίνα με τις ξεβράκωτες που έχει πάντα εύκαιρη για τέτοιες περιπτώσεις.
(«Εκ Πειραιώς», εκδόσεις Τόπος, τηλ. 210.8222835210.8222835)
Διαβάστε ακόμα: