Ο ΑΡΗΣ ΗΞΕΡΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ

 

Παστρικές κουβέντες, όχι μπαρίστικες και καφενειακές. Ο Άρης Βελουχιώτης είναι ένας τεράστιος άνδρας που πάντα τον θαύμαζε ο αποδυτηριάκιας. Μιλάμε για τον αρχηγό του ΕΛΑΣ. Του αντάρτικου στρατού την περίοδο της γερμανικής κατοχής.

Τον έχω εικόνα τον Άρη όχι επειδή ήταν κομουνιστής. Ούτε πατριώτης. Ούτε Έλληνας. Καλά και άγια αυτά, δεν λέω. Μ’ έχει κερδίσει ο Άρης διότι ήταν Άνδρας. Παλληκάρι. Και καθαρός. Πεντακάθαρος.

Γεννήθηκε 27 Αυγούστου το 1905 και στις 15 Ιουνίου, σα σήμερα το 1945, ο Άρης τέλειωσε τη γήινη ζωή του, που αποτελεί την κρυφή και τη φανερή τραγωδία του Έλληνα κομουνιστή, κομματικού κι όχι. Μην το τραβήξουμε προς τα εκεί.
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος, άλλη μπέσα αυτός, χωρίς το χακί, έφτιαξε μια πληρέστατη και σε λεπτομέρειες δουλειά, την πιο σπουδαία έρευνα που έγινε ποτέ για τον αρχηγό, τον Άρη Βελουχιώτη.

Αν δεν έχεις στη βιβλιοθήκη σου το βιβλίο ΑΡΗΣ, Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΑΤΑΚΤΩΝ, του Διονύση Χαριτόπουλου, τότε σου λείπει ένας δρόμος για να πάρεις πρέφα σε ποια χώρα γεννήθηκες, μεγάλωσες και βιώνεις τον κύκλο σου. Στην ιστορική βιογραφία για τον Άρη πολλά θα δεις για την Ελλάδα της αντίστασης και της πουστιάς. Δίνω ένα απόσπασμα από το έργο ζωής του Χαριτόπουλου (σελ. 731-2).

...Οι παρακρατικοί που κατέλαβαν το παρατηρητήριο του Δράκου είδαν πιο χαμηλά τους άνδρες του Άρη και άρχισαν να τους βάλλουν με τα αυτόματα, αλλά φοβόντουσαν να προχωρήσουν. Σε λίγο έφτασε το υπόλοιπο τμήμα με τον Βόιδαρο και σχεδόν ταυτόχρονα ακούστηκαν πυρά από την κάτω μεριά, όπου είχαν πιάσει θέσεις οι θεσσαλικές ομάδες.

Η παγίδα είχε κλείσει. Αλλά οι διώκτες του αρχηγού δεν τόλμησαν να προχωρήσουν εναντίον του και μόνο η σκέψη ότι απέναντί τους έχουν τον Άρη τούς γεμίζει δέος. Αντί να διενεργήσουν επίθεση, προτίμησαν να πιάσουν θέσεις στα περάσματα και να θερίζουν στα τυφλά τη χαράδρα με οπλοπολυβόλα και αυτόματα. Αυτή η τακτική έδινε αρκετά περιθώρια διαφυγής στους εγκλωβισμένους. Ο Άρης μπορούσε να σωθεί, αν ήθελε, όπως σώθηκαν οι αντάρτες του, περνώντας το ποτάμι αλλά δεν ήθελε. Σε δύο μήνες θα έκλεινε τα 40 και έδειχνε ήδη γερασμένος, γύρω από τα λυπημένα μάτια του είχαν εμφανιστεί βαθιές ρυτίδες και τα γένια του είχαν γεμίσει άσπρες τρίχες.

Ο Άρης ήξερε από την αρχή το τέλος του. Τις παλιές καλές ημέρες στο Βουνό έκανε καμιά φορά παρέα με τον μόνιμο λοχαγό Κουταλίδη, που έπαιζε στο βιολί κάποια κλασικά κομμάτια. Μια ημέρα ο λοχαγός τού είπε με θαυμασμό ότι μοιάζει με τον επαναστάτη Πουγκατσέφ, που έφτιαξε δικό του στρατό και κυριάρχησε σε μεγάλο τμήμα της τσαρικής Ρωσίας. Ο αρχηγός τον ρώτησε με νόημα:

- Θυμάσαι το τέλος του;

- Ναι, απάντησε ο λοχαγός. Κυκλώθηκε από τα τσαρικά στρατεύματα, πιάστηκε αιχμάλωτος και το κεφάλι του έμεινε κρεμασμένο για ημέρες σε κοινή θέα.

- Εμένα όμως δε θα με πιάσουν ποτέ αιχμάλωτο.

Κι αυτό έκανε. «Αυτοπυροβολήθηκε κι έπεσε στα πόδια μας». (Συνέντευξη Γκονέζου)
Αμέσως μετά τον μοιραίο πυροβολισμό οι τέσσερις πέντε άνδρες που είδαν τι έγινε έτρεξαν κοντά στον πεσμένο αρχηγό τους. Ο Τζαβέλας ρίχτηκε πάνω στο άψυχο σώμα του, το αγκάλιασε και τον μοιρολογούσε:

- Τι έκανες! Τι έκανες!

Οι άλλοι κοίταζαν αμίλητοι. Τότε ο Τζαβέλας, που όλη του η ζωή ήταν ο Άρης, πρότεινε στους υπόλοιπους, αφού ο αρχηγός διάλεξε τον θάνατο, να αυτοκτονήσουν και αυτοί ομαδικά. Ο Θάνος αντέδρασε:

- Ο Άρης δεν ήταν στα καλά του τελευταία. Υπάρχει ακόμη τρόπος να φύγουμε. Όσο κρατάω το όπλο κι έχω σφαίρες, εμένα δεν πρόκειται να με πιάσουν.

Ο Τζαβέλας τον αποπήρε θυμωμένος. Ο Θάνος με τον Έκτορα έφυγαν προς το ποτάμι και σώθηκαν, όπως και όλοι οι άλλοι, πλην του Ζαγκλάρα, που δεν τα κατάφερε, τον παρέσυρε το ρεύμα και πνίγηκε. Ο Γκονέζος απομακρύνθηκε μέσα στα έλατα και ο Λέων έτρεξε πίσω του.

- Πού πας, ρε Λέων;..., του φώναξε ο Τζαβέλας. Δε θέλεις να πεθάνεις σαν άντρας;

Εκείνος δεν απάντησε σύμφωνα με τον Γκονέζο, «έπαθε ψυχικό κλονισμό. Σε κάθε κίνηση έπρεπε να τον βοηθάω». Ο Τζαβέλας έσπασε το πιστόλι του, τον αγαπημένο του «Ελβετό» όπως το έλεγε, έσκισε όσες φωτογραφίες και χαρτιά είχε πάνω του, τράβηξε την περόνη μιας χειροβομβίδας και αγκάλιασε τον Άρη.

Η έκρηξη της χειροβομβίδας ακούστηκε τρομερή στη χαράδρα. Την άκουσαν οι διώκτες τους και ήταν ακόμη ένας λόγος να μην πλησιάσουν, έμειναν στις θέσεις τους περιμένοντας το ξημέρωμα.

Διαβάστε ακόμα:

Ενα μεγάλο ντέρμπυ της Ιστορίας