ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΜΠΑΖΙΝΑ, ΠΑΡΑΜΕΝΕΙΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ...
Συνεχίζω και τελειώνω το οδοιπορικό κείμενο του Ηλία Μπαζίνα στον «ΦΙΛΑΘΛΟ» μετά την κηδεία του τσιγγάνου τραγουδιστή Μανώλη Αγγελόπουλου, ο οποίος γεννήθηκε σα χθες 8 Απριλίου, το 1939.
Ο γνωστός Μπαζίνας. Αυτόν διαβάζεις. Γραπτά του που έμειναν. Και είναι σπουδαίος, έτσι απλά το λέω, είναι σπουδαίος εκείνος που ο ίδιος αισθάνεται μικρός και ότι του αξίζει να του τρίβει κάποιος στη μούρη ένα κατεβατό του Μπαζίνα. Επειδή σήμερα κυκλοφορούν «συνάδελφοι» του Ηλία που δεν έχουν να πουν κάτι, με το γραπτό τους να σε πάρουν μαζί, να σε κάνουν να ψάξεις μέσα σου.
Άτομα που αιχμαλωτίζουν τη λαϊκή ψυχή
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΗΛΙΑΣ ΜΠΑΖΙΝΑΣ
Οι τσιγγάνοι έζησαν χάρη στην παροιμιώδη ευκαμψία τους και στην παγκόσμια ζήτηση των μοναδικών προϊόντων της καλλιτεχνικής τους ευαισθησίας. Ούτε κι αυτούς, όμως, τους έπεισε η πρόταση ζωής της «ανεπτυγμένης» κοινωνίας.
Η μέρα, που κι ο τελευταίος τσιγγάνος θα κλεισθεί μέσα σε κάποιο διαμέρισμα, θα είναι μια θλιβερή μέρα.
Όπως θλιβερή θα είναι και η μέρα, που θα κλεισθεί σε κλουβί το τελευταίο λιοντάρι.
Ο τεχνολογικός πολιτισμός έχει μια εκλεκτική τάση, να καταστρέφει πρώτα τα πιο ευαίσθητα και ποιητικά δημιουργήματα της φύσης, αυτά που δεν ενδιαφέρουν τους πολλούς. (Όταν, βέβαια, η καταστροφή φθάσει να ενδιαφέρει τους πολλούς, είναι πια ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ).
Στο μεταξύ μας, όμως, οι τσιγγάνοι, όσο μπορούν, συνεχίζουν να ζουν ελεύθεροι. Συχνά η επιλογή τόπου για να στήσουν τα τσαντίρια τους, είναι αριστουργηματική. (π.χ. ακριβώς κάτω από τα πιο ακριβά σπίτια της Φιλοθέης!).
Ο Μαξίμ Γκόρκι είχε, κάποιο φεγγάρι, γοητευθεί από την τσιγγάνικη ελευθερία. Στην υπέροχη νουβέλα του «Μάκαρ Τσουντρά», βάζει την πανέμορφη τσιγγάνα ηρωίδα του να απορρίπτει την πρόταση γάμου ενός ερωτοχτυπημένου ουγγαρέζου αριστοκράτη με τα λόγια: «Φεύγω. Έχω να πάω στην άκρη του κόσμου». «Μα, γιατί, γιατί;» απορεί ο απελπισμένος καψούρης. «Για να γυρίσω πίσω!» του εξηγεί η τσιγγάνα. Και τον παρατάει σύξυλο.
Ειδικά αυτή η νουβέλα έγινε ταινία από τον Εμίλ Λοτιάνου. Τα έργα με τσιγγάνους λατρεύονται κυριολεκτικά από το ρωσικό κοινό, όπως και κάθε τι τσιγγάνικο. Η πλάκα είναι ότι αυτό εκνευρίζει μερικούς... έλληνες, ιδίως κριτικούς κινηματογράφου και έτσι.
Οι έλληνες είναι απίθανος λαός. Έχουν το θράσος της ΑΠΟΛΥΤΗΣ άγνοιας («απόλυτη» άγνοια σημαίνει ότι σου είναι βιολογικά αδύνατο να πιστέψεις ότι έχεις άγνοια), που τους σπρώχνει σε καταστάσεις, πολύ διασκεδαστικές για τους ξένους. Πεθαίνουν στα γέλια οι ρώσοι, όταν τους λες ότι οι έλληνες τους προτιμάνε «σοβαρούς» και χωρίς τσιγγάνικη «σάλτσα». Είναι κάτι πολύ πιο γελοίο και ανεδαφικό από το να έρθει ένας λουξεμβούργιος και να πει σε εμάς: «Σας προτιμώ χωρίς Καζαντζίδη».
Πάντως, η απέχθεια προς τους τσιγγάνους φαίνεται ότι είναι πολύ ισχυρό απωθημένο. Είναι γνωστό ότι ο Χίτλερ είχε προγράψει τους τσιγγάνους, όπως ακριβώς και τους εβραίους, ενώ είχε π.χ. αποφασίσει να κρατήσει τους νέγρους σαν «υποζύγια» στην αυτοκρατορία των ονείρων του, την «Γκερμάνια». Δεν ήταν, δηλαδή, το χρώμα των τσιγγάνων που του έφταιγε. Δεν μπορούσε να υποφέρει την τσιγγάνικη φιλοσοφία ζωής, αυτή τους την λατρεία στην τόσο ακριβά πληρωμένη ελευθερία τους.
Αν οι τσιγγάνοι σε καταθλίβουν, ψάξτο λίγο μήπως είσαι κρυφοφασίστας.
Δεν κρύβω ότι είμαι «πρεζάκιας» με την τσιγγάνικη μουσική. Όλων των χωρών. Μια από τις ανεπανάληπτες εμπειρίες της ζωής μου ήταν όταν βρέθηκα με τη γυναίκα μου, σε τσιγγάνικο στη Μόσχα, το 1980, καλεσμένος της οικογένειας Ντεμέτρ. Η οικογένεια αυτή είναι πολύ διάσημη στη Ρωσία για τις μουσικές της επιδόσεις. Ο πατέρας είναι και καθηγητής πανεπιστημίου, που φιλοξενούσε εμένα. Η γνωριμία αυτή έγινε αιτία να ζήσω στιγμές, που δεν επιχειρώ να τις περιγράψω, γιατί οι ικανότητές μου δεν φθάνουν.
Για μένα, η τσιγγάνικη μουσική είναι το ανεκτίμητο δώρο της αρχαίας αυτής φυλής προς το γένος των ανθρώπων. Βέβαια, δεν είναι «εύκολη» μουσική. Η φοβερή της δύναμη, το πάθος της, η άρνηση κάθε φραγμού, τρομάζει τις αδύναμες, ψιλικατζίδικες ή, ανελεύθερες ψυχές. Δεν είναι για όλους. Υπάρχουν ακόμα μέρη, όπου οι μυημένοι μπορούν να ζήσουν τη μυσταγωγία της τσιγγάνικης μουσικής. Από την Ανδαλουσία μέχρι το Ιρκούτσκ, από το Αμβούργο και τη Βουδαπέστη, μέχρι το Αλγκάρβε, η τσιγγάνικη μουσική ζει και θα ζει, όσο υπάρχουν άνθρωποι, που μπορούν και αντέχουν να συμπυκνώσουν τη ζωή μέσα σε λίγα λεπτά έκστασης.
Ακόμα και στην Αθήνα της σάχλας, δεν είναι αδύνατο να ακούσεις τσιγγάνικο ήχο. Βέβαια, τα κουτούκια, όπου κάποτε, τις μικρές ώρες, τελειώναν όλα τα συμβατικά σουξεδάκια και χαμήλωναν τα φώτα κι ερχόταν, μέσα σε κατανυκτική σιγή, η ώρα του γύφτου, όλο και λιγοστεύουν σε όλη την Ευρώπη. Τα περισσότερα χάθηκαν, μετά απ΄εκείνα τα παράξενα, μαγικά και τραγικά μαζί χρόνια του μεσοπολέμου.
Σήμερα, το να ακούσεις ζωντανή τσιγγάνικη μουσική, ειδικά στην Ελλάδα, είναι περιστασιακή και αβέβαια υπόθεση. Ειδικά ο ΔΙΕΘΝΗΣ τσιγγάνικος ήχος, έστω και παραλλαγμένος και με πολλές προσθήκες από άλλες τεχνοτροπίες, εκπροσωπήθηκε τα τελευταία χρόνια κύρια από τον μεγάλο Κώστα Χατζή. Βέβαια, ο Χατζής είναι «ένας αλλά λέοντας». Και συνεχιστής του, τη στιγμή αυτή, δεν υπάρχει.
Όσο για τον Αγγελόπουλο, το θέμα της διαδοχής του είναι λίγο διαφορετικό. Δεν είναι θέμα τεχνοτροπίας, γιατί η τεχνοτροπία του πρόωρα χαμένου «Γύφτου» βρίσκεται πολύ κοντά προς το βασικό αυτό ελληνικό ύφος, που λέμε «βαρύ λαϊκό». Εδώ, το δύσκολο είναι να βρεθεί ΦΩΝΗ και προσωπικότητα, σαν του Αγγελόπουλου. Τα χαρισματικά άτομα, που αιχμαλωτίζουν την λαϊκή ψυχή, δεν γεννιούνται κάθε μέρα. Όμως, η τσιγγάνικη φυλή είναι ανεξάντλητη σε ταλαντούχους ανθρώπους. Θα τον βγάλει τελικά και τον νέο Μανώλη Αγγελόπουλο, αυτό είναι βέβαια. Πάντα οι τσιγγάνοι αναπληρώνουν τους βασιλιάδες που χάνουν.
Δεν μένει, λοιπόν, παρά να μακαρίσουμε τον μεγάλο τσιγγάνο καλλιτέχνη, που έφυγε από κοντά μας. Να τον μακαρίσουμε γιατί έζησε και πέθανε τριγυρισμένος από την αγάπη των ανθρώπων, αγάπη γνήσια και δυνατή, «τσιγγάνικη», και γιατί δεν θα ξεχαστεί ποτέ...
Διαβάστε ακόμα:
Δεν έπαιξε βλέφαρο αντίκρυ στις κάννες των πολυβόλων