ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ Ο ΟΠΑΔΟΣ
Θα σου πω εγώ γιατί ο οπαδός φθάνει τόσο εύκολα στο μπινελίκι. Είσαι λάθος να πεις ότι είναι αχάριστος. Ανικανοποίητος. Ότι δεν αρκείται στην κατάκτηση του πρωταθλήματος. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Βρίζει στο γήπεδο για να δηλώσει την παρουσία του. Αυτό είναι. Ότι κι εγώ εδώ είμαι. Πώς αλλοιώς ο λούστρος να δείξει ότι στο παιχνίδι παίζει κι αυτός.
Σου δίνω όλο το νόημα. Βεβαίως κι είναι λούστρος. Δεν είναι άρχοντας. Όλη η δουλειά στο γήπεδο στήνεται για πάρτη του οπαδού. Για κανέναν άλλον. Θα έπαιζαν μπάλλα οι ομάδες αν δεν υπήρχαν οπαδοί; Θεατές. Ποτέ των ποτών. Όλο το νταραβέρι στο ποδόσφαιρο γίνεται διότι υπάρχει η οπαδική πελατεία.
Κανονικά ο οπαδός, ο ποδοσφαιράκιας, θα έπρεπε να αισθανόταν πασάς στην κερκίδα. Όλοι αυτοί εκεί κάτω, παίκτες, προπονητές, διαιτητές τα δίνουν όλα επειδή εγώ τους πληρώνω. Εγώ είμαι ο άρχοντας, άσχετο αν κάνω τράκα τσιγάρα. Αν δεν μπορώ να πληρώνω το δάνειο στην τράπεζα. Αν έχω τριάμισυ χρόνια να αγοράσω σώβρακο.
Όχι. Δεν σκέπτεται γκυπάρικα ο οπαδός. Λεχρίτης είναι. Το ξέρει ότι είναι ο τίποτας. Ενώ όλο το σκηνικό είναι στημένο επειδή υπάρχει αυτός, ο οπαδός, ο καταναλωτής του ποδοσφαιρικού προϊόντος. Όχι. Αυτός αισθάνεται ότι μειονεκτεί του ποδοσφαιριστή. Και για να αποδείξει, περισσότερο στον εαυτό του, ότι είναι ανώτερος της ολοκληρωμένης προσωπικότητας επαγγελματία που είναι ο ποδοσφαιριστής, τον βρίζει. Τον απορρίπτει.
Το ίδιο και με τον πρόεδρο της ομάδας. Ποιος είναι αυτός, γ…ω τα λεφτά του, που λέγεται Κόκκαλης, Βαρδινογιάννης, Μαρινάκης, εγώ, ο οπαδός μπορώ να κάνω αυτό που δεν μπορούν αυτοί. Να τον αποδοκιμάσω τον πρόεδρο και να του πω πού να τα βάλει τα λεφτά του.
Έτσι ξηγιέται η λινάτσα. Μ’ αυτό το σκεπτικό που σου εξήγησα.