ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ ΟΙ ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΕΣ

 

Θες να φτιάξεις τον ύμνο της ομάδας; Πρώτα θα αναζητήσεις τον μουσικό. Βέβαια. Ό,τι λέμε. Τι να τα κάνω τα «λόγια», τους στίχους, ό,τι σύνθημα θες να περιέχει ο Συλλογικός σου Ύμνος, όπως λέμε ο Εθνικός Ύμνος, όταν δεν βοηθάει η μουσική, να παίρνει τις χορωδιακού τύπου κραυγές της εξέδρας να τις στείλει στους ουρανούς;

Να σου πω και το άλλο. Ο ύμνος της ομάδας δεν θέλεις ποίηση ποιοτική και κουλτουριάρικη, σκέψεις βαθειές και βαρειά νοήματα. Όχι, ρε. Απλά πράγματα. Κάτι περισσότερο από απλά, από απλούστατα. Δεν φοβάμαι να στο πω. Το λιμπρέτο, η στιχουργία σα να απευθύνεται σε παιδιά. Σε νήπια.

Η δύναμη του ύμνου είναι στο ρυθμό του. Στα ανεβάσματά του. Και να υπάρχουν λέξεις που όταν τις βάζει στο στόμα του ο οπαδός να τον καταλαμβάνει έκσταση. Διονυσιασμός.
«Έχουμε ένα όνομα γνωστό – το ξέρουν όλοι – Μπάρσα!, Μπάρσα!. Μπάρσα!

Δεν «λέει» τίποτα ο ύμνος της Μπαρτσελώνα. Να, όμως, που τους «φτιάχνει» τους οπαδούς της. Και τους γεμίζει ευτυχία όταν τον τραγουδούν.

«Οι μπλαουγράνα προχωρούν – με μια δυνατή φωνή – Μπάρσα!, Μπάρσα!, Μπάρσα!».
Πήρες χαμπάρι; Τι να τον κάνεις τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Αυτοί είναι για νόμπελ ποίησης. Και τους στίχους τους άσε να τους μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης.

Οι ύμνοι των ελληνικών ομάδων δεν έχουν φτιαχτεί από «ποδοσφαιρικό υλικό». Όπως τους χρειάζεται ο γηπεδικός ενθουσιασμός. Μη σου πω ότι είναι κρυφοαδελφίστικοι. Άλλοι σε στυλ ελαφροκανταδόρικο, άλλοι σε ιμιτασιόν ρεμπέτικο.