ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΧΑΦΝΑΡΦΙΟΡΝΤΟΥΡ
Γράφει ο Βενέδικτος Παρλαβάντζας
Μιλάμε για το τέλος του κόσμου. Ας αφήσουμε τις μαλακίες του Γαλιλαίου περί στρογγυλής γης που γυρίζει. Εχεις βρεθεί ποτέ 10 το βράδυ, Δεκέμβρη μήνα, στο Χαφναρφιόρντουρ, με τα φώτα να παθαίνουν κόμπλα; Ούτε κι εγώ, όμως έχω βρεθεί Μάρτη. Σε πληροφορώ είναι το ίδιο ακριβώς. Θα σου φύγουν τα ύπατα. Θα παρανοήσεις. Θα νομίζεις ότι το Game of Thrones περιγράφει ιστοριούλες για μωρά σχετικά με αυτό που υπάρχει έξω από το τείχος. Εκεί είδα τη πιο βαθιά απόχρωση της μαυρίλας του Βορρά. Μάλιστα, lord commander. Κι άντε να σου αλλάξει τις πάνες ο Τζον Σνόου, αν με καταλαβαίνεις.
Παραδέχομαι πως δεν έμεινα στο Ρέικιαβικ. Πήγα πρώτο προκριματικό γύρο Γιουρόπα. Στο Χαφναρφιόρντουρ, ντε. Εσύ το ξέρεις από το κουπόνι του στοιχήματος, εγώ από το ετήσιο φεστιβάλ των Βίκινγκς. Πώς βρέθηκα εκεί; Δεν ήταν γκόμενα η αιτία. Δηλαδή ήταν και δεν ήταν. Βρέθηκα εκεί εξαιτίας της Φρίντας, χωρίς τη Φρίντα. Μιλάω για τη γερμανίδα θεογκόμενα, για την οποία τραβήχτηκα μέχρι το Γκελζενκίρχεν και μάλιστα δούλεψα μερικά σκοτάδια στην Παρλοφόν Ρέκορντς. Γερμανοβρετανική εταιρία με γραφείο σε αυτή την κωλοπόλη. Για την κυρία που ήταν ο Ρουμενίγκε του σεξ, έχω γράψει στο παρελθόν.
Θα μπορούσα να σου μιλάω ώρες για τη Φρίντα, όμως η ουσία είναι πως η Παρλοφόν με έστειλε να τσεκάρω ένα ισλανδικό συγκρότημα που θα έπαιζε στο φεστιβάλ των Βίκινγκς. Το όνομα αυτού Γιακομπιναρίνα. Καταλαβαίνεις τη διάθεσή μου. Με το που σκάω μύτη στο Χαφναρφιόρντουρ γίνεται το μοιραίο. Κόλαση, σου λέω. Ο τραγουδιάρης του Γιακομπιναρίνα ονόματι Γκούναρ Μπέργκμαν Ράγκναρσον αποφάσισε πως δεν του πήγαινε η ζωή με τις συναυλίες και την υστερία της αναγνωρισιμότητας. Στην Ισλανδία αν σε ξέρουν 150 χιλαδες άνθρωποι είσαι ένας απ’ όλους. Αν σε ξερουν 250 είσαι διασημότητα. Ε, λοιπόν, τον Γκούναρ τον ξέρανε 300 χιλιάδες. Μόνο καμιά 30 χιλιάδες δεν είχαν ιδέα, στους οποίους περιλαμβάνονται μικρά παιδιά προσχολικής ηλικίας και μεγάλα παιδιά γεροντικής ανίας. Αυτομόλησε, λοιπόν, το παλληκάρι, βόρεια, στο πιο ταπεινό Αρμποργκ για να μονάσει και να προσευχηθεί. Μοιραία έμεινα χωρίς αντικείμενο δουλειάς, αφού το συγκρότημα ανέβαλε τις εμφανίσεις του. ΄
Στην άκρη του πουθενά χωρίς σκοπό και ιδέα για το πως να σκοτώσω την ώρα μου, έπεσα πάνω σε έναν τοίχο. Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Κι όμως, δεν ήταν τοίχος. Ηταν άνθρωπος. Ηταν ο Χάλντορσον, ο σκηνοθέτης στην τηλεοπτική κάλυψη του φεστιβάλ. Θηρίο ο Χάνες ο Χάλντορσον με είδε χαμένο και με περιέθαλψε.
Ψυχούλα ο Χάνες, μου έβαλε μπροστά μου ένα μπολάκι με κάτι σαν γιαούρτι και μια γαβάθα με καψαλισμένο κρέας. Eat, μου είπε. Πήγα να ρωτήσω... Eat, μου ξανάπε. Στο ημίφως μου φάνηκε αγριεμένος, το βούλωσα και έφαγα. Εκείνη τη μέρα πρωτοδοκίμασα καρχαρία Γροιλανδίας καπνιστό, βουτηγμένο σε γιαουρτάκι πρόβιο Ισλανδίας. Το λεγόμενο Σκιρ & Χάκαρλ. Ομολογώ πως μου σηκώθηκε, όμως δεν είχα πιει καθόλου, ώστε να αγνοήσω τους πιθανούς κινδύνους που θα προέκυπταν αν την έπεφτα στη νεαρά που κουβάλαγε στο τιμ του ο Χάνες.
Για να μην τα πολυλογώ ο Χάνες μου αποκάλυψε πως έπαιζε μπάλα και πως ήταν κορυφαίος τερματζής στη χώρα. Πως την τελευταία δεκαπενταετία δόθηκαν πακέτα για να χτιστούν κλειστά γήπεδα σε καμιά δεκαριά πόλεις, ώστε να παίζουν ποδόσφαιρο όλη τη χρονιά οι πιτσιρικάδες. Σταμάτησε το βασανιστήριο του πάγου. Εξι μήνες παίζουμε μπάλα, έξι περιμένουμε να λιώσουν τα χιόνια. Τους καταλάβαινα απόλυτα. Κάποια εποχή κι εγώ περίμενα έξι μήνες τη σεζόν να ξεκινήσει, όταν δούλευα στην ταβέρνα του Μπαρμπαρόσα του γκαβού, στη Χίο. Να δω τα καυτά σορτσάκια να σκάνε και τα ψηλοκάπουλα να φυσάνε... Να μην ξεφύγουμε όμως.
Μου είπε και το άλλο ο Χάνες. Οι αρχές του ποδοσφαίρου έστειλαν μια ντουζίνα προπονητές στη Γερμανία για να εκπαιδευτούν και όταν επέστρεψαν ήταν αγνώριστοι.
«Σιγά μη γίνανε και Ερνστ Χάπελ», αναφώνησα με το ντεμί χαμόγελο της σιγουριάς, πως είχα πει κάτι πνευματώδες.
Δεν γέλασε. Και με απορία ρώτησε: «Who?».
Είχα υπερεκτιμήσει τις ποδοσφαιρικές του γνώσεις.
Πάντως, μου περιέγραψε τα πρωτόγνωρα πράγματα που τους μετέφεραν οι σπουδαγμένοι προπονητές, το νέο τρόπο στα τρεξίματα και τις τακτικές. Τέλος μου μίλησε για τον μίστερ αγέρωχο. Τον Σουηδό αρχιπροπονητή Λάγκερμπακ. Τον άνθρωπο που ανέλαβε την υψηλή επιμέλεια των πάντων. Τον γίγαντα που τα έβαλε με τον Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς και επιβίωσε. Με μώλωπες και σε αφασία για μήνες, αλλά επιβίωσε. Δεν το πάω παρακάτω, για να μην πηδήξουμε σε διαφορετική ιστορία.
Στη συνέχεια, λοιπόν, ο Χάνες μου σκάει και το παραμύθι:
«Ξέρεις κάτι. Σε λίγους μήνες πάω Νορβηγία. Να παίξω επαγγελματικά μπάλα. Θα βγάζω ένα σκασμό λεφτά και θα κάνω το χόμπυ μου...»
Δεν τόλμησα να ρωτήσω πόσα. Είχα καταλάβει όμως και περιορίστηκα...
-Με την κάμερα τι θα κάνεις;
«Συμφώνησα να πάρω άδεια, άνευ αποδοχών, για όσο κρατήσει η μπάλα. Το ίδιο και οι κολλητοί μου».
Σωστός ο Χάνες. Σου λέει τόσα χρόνια από την μπάλα μόνο ο μπάρμπα Εϊντουρ ο Γκούντγιανσεν και κανά δυο ακόμα έχουν καταφέρει να εξασφαλιστούν δια βίου.
Τρία χρόνια αργότερα, όλοι έμαθαν τους Ισλανδούς. Κέρδισαν δυο φορές τους Ολλανδούς, προκρίθηκαν στο Γιούρο της Γαλλίας, κατατρόπωσαν την Αγγλία και έφτασαν στα προημιτελικά, όπου άρπαξαν πέντε από τη Γαλλία. Δεν είχε καμία σημασία. Είχαν κάνει τη φασαρία τους. Με τον φίλο μου τον Χάνες κάτω από τα δοκάρια. Τον πήρα τηλέφωνο να τον συγχαρώ.
«Ελα Τζόνασον...» Ετσι με φώναζε από τότε που του είπα ότι τον πατέρα μου τον λένε Γιάννη.
-Μπράβο, ρε Χάνες. Μπράβο ρε παλληκάρι μου, αλλά πες μου κάτι. Αυτή την κραυγή με το παλαμάκι, ποιος την ανακάλυψε; Δεν είναι Βίκινγκς και κουραφέξαλα, που γράφουνε και λένε από δω κι από κει. Ετσι δεν είναι;
Ενα κενό... «Μας κατάλαβες βρε bagasa (του έμαθα κι εγώ μερικά πράγματα). Ο μουσάτος ο αρχηγός το είχε ακούσει σε ένα ματς στην Πολωνία. Νομίζω από τους οπαδούς μιας ομάδας που λέγεται Λεχ Πόζναν».
Α, να, μπράβο. Τώρα συνεννοηθήκαμε. Εδώ και σαράντα χρόνια το κάνουν οι ΠΑΟΚτσήδες, το κλέψανε οι Πολωνοί και με τη σειρά του ο Αρον Γκούναρσον ή να πω Λαμόγιασον...
Ολα έχουν την εξήγησή τους. Στα διηγήθηκα με το στόμα του Χάνες, ο οποίος δεν είναι Μπουφόν ή Νόγιερ. Δεν θα μπορούσε να είναι. Αφήστε τους άλλους να μιλάνε για εκπλήξεις και να απορούν. Τους καταλαβαίνω. Δεν βρέθηκαν ποτέ μια βραδιά του Μάρτη στο Χαφναρφιόρντουρ για να δουν πόσα απίδια πιάνει ο σάκος...
Διαβάστε ακόμα: