ΟΙ ΠΡΟΕΔΡΑΡΕΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΤΗ ΡΕΒΑΝΣ
Έτσι είναι πια και έτσι θα παραμείνει στον αιώνα τον άπαντα. Κι οποιανού του αρέσει.
Εμένα πάντως δεν μου αρέσει. Μεγάλωσα σε μια εποχή και μια γειτονιά που οι παίχτες της ομάδας της ήταν – οι περισσότεροι – γεννημένοι και μεγαλωμένοι στους δρόμους της. Τα χρόνια εκείνα τις φανέλες τις έπαιρναν σπίτι τους παίχτες που γίνονταν ένα μ’ αυτές, Τις ματώνανε, τις πονάγανε, τις τιμούσανε. Τις έκαναν σημαίες. Πεθαίνανε γι’ αυτές. Πεθαίνανε μ’ αυτές.
Ο Θανάσης ο Μπέμπης ξεκίνησε από τον Φωστήρα και έγινε το μεγαλύτερο 10αρι του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου τη δεκαετία του 50. Και έδωσε το σταυρουδάκι που φορούσε και το σκήπτρο του στον Μίμη Δομάζο, που έγινε η σημαία του Παναθηναϊκού τη δεκαετία του 60. Ο Μουράτης και ο Σιδέρης στον Ολυμπιακό, ο Μίμης Παπαϊωάννου και ο Θ(ε)ωμάς Μαύρος στην ΑΕΚ, ο Μεγαλέξανδρος Κούδας στον ΠΑΟΚ και ο Βασίλης Χατζηπαναγής στον Ηρακλή και πόσοι άλλοι ποδοσφαιρικοί ήρωες έχουν περάσει στην συλλογική μνήμη πάνω και πέρα από τον κάθε πρόεδρο της εποχής τους. Και έχουν αντέξει στην σκληρότερη δοκιμασία: το πέρασμα του χρόνου.
Δεν είναι λεκτική υπερβολή. Υπήρξαν κάποιοι παίχτες που στο prime τους, (που λένε κι οι Αμερικάνοι), γίνονταν σύμβολα και σύνθημα στην εξέδρα και στους δρόμους της πόλης που παίζανε, φωτογραφίες και εικονίσματα στα σπίτια των οπαδών και τα παιδικά δωμάτια των αγοριών που ονειρεύονταν κάποια μέρα να γίνουν σαν κι αυτούς. Υπήρξαν κάποιοι παίχτες που ξεπέρασαν σε δύναμη τη φανέλα που φορούσαν, που ήταν πάνω από την ομάδα τους. Η αλλαγή φανέλας, ακόμα και ως σκέψη, ήταν αδιανόητη. Με τον Κούδα απειλήθηκε εμφύλιος πόλεμος. Η λύσσα που έζησε το Καραϊσκάκη, όταν ο Δεληκάρης βγήκε από τη φυσούνα με την πράσινη φανέλα, έμεινε στην ιστορία.
Γι’ αυτό σας λέω. Οι εποχές αυτές πέρασαν ανεπιστρεπτί. Και οι προεδράρες το ξέρουνε αυτό και παίρνουν τη ρεβάνς. Πάρε να’ χεις 12 ξένους στην ενδεκάδα. Που αλλάζουν κάθε εξάμηνο. Τώρα πια είναι σίγουρο: Κανείς δεν είναι πάνω από την ομάδα. Εκτός βέβαια από τον πρόεδρο.
Διαβαστε ακομα: