ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ, ΣΤΑ ΤΣΙΜΕΝΤΑ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ...
Σε γήπεδο ποδοσφαιρικό πήρα την πρώτη τζογαδόρικη εμπειρία μου. Ήμουν μικρότερος από δέκα χρονών, δεν είχα φορέσει ακόμα μακρύ παντελόνι και με τον Κωνσταντινουπολίτη πατέρα μου βρέθηκα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Εποχή που το τέως ΠΟΚ, Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός και ΑΕΚ, έκαναν τα «τουρνουά Πάσχα». Και «Χριστουγέννων». Φιλικά παιχνίδια οι τρεις τους μεταξύ τους και στο κόλπο πάντα μια ξένη ομάδα. Σήμερα, και η κουτσή Μαρία της μπάλας παίζει με αντίπαλο της αλλοδαπής, τότε ήταν κάτι ξεχωριστό η κόντρα της μεγάλης ομάδας, έστω κι όχι για κύπελλο Ευρώπης.
Στα τσιμέντα της Λεωφόρου, λοιπόν, σε ματς Παναθηναϊκός - ΑΕΚ για το τουρνουά Πάσχα ή Χριστουγέννων, δεν θυμάμαι ακριβώς, βλέπω μπροστά στα μάτια μου μια αξέχαστη κουμαρτζήδικη διαδικασία, ανάμεσα σε αγνώστους(!!!) ανθρώπους. Ποιος θα κερδίσε, ο Παναθηναϊκός ή η ΑΕΚ; , Τα λεφτά που ποντάρανε, το δεκάρικο, το εικοσάρικο, ίσως και πενηντάρικο, των δύο άγνωστων οπαδών τα κρατούσε ένας επίσης άγνωστος. Κάποιος που από φάτσα έδειχνε αξιοπρεπής, όχι ματσαράγκας. Όχι κάποιος μόρτης.
Έχω συγκρατήσει στη μνήμη μου και τη φρασεολογία των κουμαρτζήδων ποδοσφαιράκηδων, και το ύφος τους, στο διάλογο πριν τελικά κανονιστεί το στοίχημα.
Κάποιοι, δηλαδή, πιθανόν πήγαιναν γήπεδο όχι μόνον να δουν μπάλα, αλλά και να «παίξουν». Πιθανόν! Να ζήσουν πιο έντονα την παρουσία τους στο γήπεδο.
Είπαμε. Ο τζόγος, η ανάγκη να στοιχηματίζει το άτομο, δεν πεθαίνει. Κι αν δεν είχε βρεθεί ο οργανωμένος τζόγος, ρουλέτα, μπαρμπούτια άλογα και σία, το άτομο θα έβαζε στοίχημα με τον εαυτό του.
Διαβαστε ακομα: