ΟΤΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΩΡΑ...
Δεν κατάλαβα. Σώνει και καλά επειδή ξεκίνησαν οι αγώνες οφείλω, και σε όποιον(;), να έχω συμμετοχή κι εγώ, ως τζογαδόρος; Θα πάρω θέση όταν αποφασίσω να ποντάρω. Μέχρι τότε έχω τους δικούς μου λόγους να είμαι στην αναμονή. Δεν παίζω έχοντας την αίσθηση ότι περνάω ανάμεσα από Συμπληγάδες. Πρώτα θα ακούσω το κελάηδημα των πουλιών στο μουντιαλικό βιότοπο. Όχι και ποτέ φούρια. Κάνω και επίδειξη της κλάσης μου, στον ίδιον μου τον εαυτό.
Ο κορυφαίος παίκτης της ρουλέτας στα χρονικά της Πάρνηθας, τότε που δεν υπήρχαν ιδιωτικά καζίνο, ήταν ένας δίμετρος και ευτραφής τύπος, ο ορισμός του εκτελεστή. Ψυχρός. Απόμακρος. Αμίλητος. Αποστασιακός. Έβαζε τις μάρκες του και επιτόπου απομακρυνόταν από το τραπέζι. Επέστρεφε μόνο για να φορτώσει τις τσέπες του.
Η ιστορία είναι αληθινή. Ο τύπος, ιδιοκτήτης μίνι-μάρκετ, ξεκίνησε από φτηνοπαίκτης, εξελίχτηκε στο Νο1 χοντροπαίκτη του καζίνου και κάθε νύχτα τους ξεπάτωνε. Έπαιζε πολλά, πάρα πολλά λεφτά σε κάθε μπίλια. Κι έφευγε μετά από ένα τέταρτο, μισή ώρα, όχι περισσότερο με πακέτο. Δεν το ξενυχτούσε. Δεν έπαιζε για να παίζει.
Τον στήσανε τον άνθρωπο. Οι διευθυντάδες του ΕΟΤ, που άνηκε τότε το καζίνο του την έφτιαξαν κανονικά. Ό,τι λέω. Μια άλλη φορά το στόρυ. Επί του θέματος.
Ο εν λόγω παίκτης κινούνταν ρομποτικά. Με το που έμπαινε στην απέραντη αίθουσα στεκόταν στο πλατύσκαλο και σαν αρχιστράτηγος επιθεωρούσε με το μάτι τις πουτάνες. Τις ρουλέτες, εννοώ. Έπαιρνε στροφή προς τα αριστερά και κατευθυνόταν πρώτα την τουαλέτα.
Εγώ. Μπουκάριζα στην αίθουσα ενώ οι κτύποι της καρδιάς έκαναν επίθεση στο σώμα μου. Η καύλα να παίξω. Μέχρι που το μανουβράρισα το πράγμα και ξεκινούσα το ματς 13-15 λεπτά αργότερα. Όχι αμέσως. Γιατί ο άλλος χωνόταν στην τουαλέτα, πριν πλησιάσει μια πόρνη; Και με την άκρη του ματιού τον κοζάριζαν συνεχώς οι παρατρεχάμενοι του ΕΟΤ. Τον αντιμετώπιζαν ως εχθρό. “Ήρθε πάλι ο πούστης να μας ξεβρακώσει”. Προφανώς ο καπετάν-παίκτης στην τουαλέτα δεν πήγαινε να αδειάσει το σωλήνα του, αλλά να βρει τις ισορροπίες του πριν μπει στον πόλεμο. Να εκτονωθεί. Να αποκτήσει με αυτοσυγκέντρωση την τζογαδόρικη ψυχραιμία του.
Ο τζόγος δεν είναι κομμάτι της καθημερινότητας. Δεν είναι η “συνέχεια” της όποιας άλλης δραστηριότητας μας. Είναι κάτι ξεκομμένο από την οικογένεια, την εργασία, της παρέα, την γκόμενα, το ποδόσφαιρο. Και απαιτεί να κάνεις πρώτα εμετό, να αδειάσεις, να καθαρίσεις το μυαλό από οτιδήποτε άλλο.
Έτσι που λες. Συμβαίνει ο παίκτης να αργεί να πάρει πρέφα τα βασικά. Θα περάσουν χρόνια και ζαμάνια να τα κάνει συνείδηση πρακτικής. Μετά από κάποια τέρμινα αντιλαμβάνεται ότι αυτός, ο παίκτης είναι εκείνος που αποφασίζει. Πότε, τι και πόσα θα σπρώξει στο κουμάρι. Κανένας άλλος.
Έτσι κι εγώ. Δεν αρχίζω με το ξεκίνημα, το καλησπέρα στο μουντιάλ. Αν δεν... ζεσταθώ, μήπως μείνω στην απ' έξω μέχρι το τέλος. Την βγάζω μυρίζοντας καλαμπόκι, όχι χαβιάρι από το Κατάρ..
Διαβαστε ακομα: