ΑΙΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΛΗΓΕΣ ΣΤΑ ΤΡΥΠΗΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ

 

Οι δικοί μου είχαν έρθει μετά το 1920 από το Καρς του Καυκάσου, Πόντιοι. Πάντα υπερηφανευόμουν για την ποντιακή καταγωγή μου. Θυμάμαι τον πατέρα μου, που έκλεψε την μάνα μου όταν εκείνη ήταν στα 13. Στήσανε το σπιτικό τους στο Μεσοχώρι Παρανεστίου Δράμας, όπου γεννήθηκα το 1937.

Το σπίτι μας διώροφο στην άκρη του χωριού. Δεν είχαμε άνεση χώρου. Τα πέντε παιδιά κοιμόμασταν στο πάτωμα, στο ένα δωμάτιο, οι γονείς μας δίπλα, σ’ ένα μικρό δωματιάκι. Κάτω το αχούρι με τα ζώα. Το γάιδαρο μας τον Μάρκο, αγελάδες, γουρούνι, κότες. Στη χωμάτινη αυλή ο φούρνος και δύο στρώματα γης, φυτεμένα καλαμπόκι, σιτάρι, πατάτες, τις καλύτερες στην Ελλάδα, μερικές αγριοφουντουκιές και το ξεραντήρι, εκεί που απλώναμε τα καπνά μετά το βελόνιασμα.

Στα καπνά παιδευόταν όλη η οικογένεια, η μητέρα μου, ο πατέρας, η μεγάλη αδελφή, τα τέσσερα αδέλφια μου και εγώ ο Νεοτάκης. Από 5-6 χρονών βοηθούσα στα καπνοχώραφα. Μαζεύαμε τα καπνά στα κοφίνια και στο σπίτι βελονιάζαμε τα φύλλα. Μετά γινόταν το πασπάλισμα. Επίπονη δουλειά. Είχα τρυπήσει πολλές φορές τα χέρια μου και από τις πληγές έτρεχε αίμα.

Μάρτιο γινόταν η σπορά, Μάϊο το φύτεμα και το σκάλισμα, Ιούλιο το σπάσιμο, το μάζεμα του καπνού, μετά το βελόνιασμα, αργότερα το παστάλιασμα και Γενάρη πουλούσαμε στους εμπόρους γύρω στις 700 οκάδες. Τόσος καπνός για τόσο λίγα, πολύ λίγα λεφτά. Οι έμποροι, βλέπετε, με τεχνάσματα πάντα κατέβαζαν τις τιμές και έπαιρναν κοψοχρονιά τη σοδειά.

Ζούσαμε φτωχικά, αλλά αγαπημένα σ’ ένα από τα 60 περίπου σπίτια του χωριού. Όταν σουρούπωνε ανάβαμε τις λάμπες πετρελαίου, μακρινό όνειρο το ηλεκτρικό, και πέφταμε νωρίς- νωρίς, κατά τις εννιά, για ύπνο…
Διαβαστε ακομα:

''ΠΕΣΤΕ ΚΑΤΩ!'' ΣΤΑΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΚΑΣ, ΚΙ ΕΠΕΣΑΝ ΚΑΤΩ...