ΠΟΙΟ ΠΡΙΜ ΖΗΤΗΣΕ Ο ΛΟΥΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΡΙΑΜΒΟ ΤΟΥ

 

Οι ηρωικοί μαραθωνομάχοι, αυτοί που πολέμησαν τους Πέρσες στον Μαραθώνα, γέννησαν τους μαραθωνοδρόμους. Ήταν η πρώτη περσική εισβολή, το 490 πριν τον Ναζωραίο, και οι εισβολείς είχαν ζητήσει υποταγή. Γη και Ύδωρ.

Ο μαραθώνιος δρόμος θεωρείται το πιο πνευματικό αγώνισμα του κλασικού αθλητισμού. Μην το αναλύσουμε γιατί. Άλλη φορά. Άξιος ο καθένας να καταφέρει να τερματίζει στον μαραθώνιο, ας τρέξει τα 42 χιλιόμετρα και σε 4, και σε 5 ώρες. Ο μαραθώνιος έχει και τη μεταφυσική του διάσταση, πέρα από την ιστορική καταγωγή του.

 

Το μοναδικό εκτός σταδίου στιβικό αγώνισμα έχει τις ρίζες του στον δρομοκήρυκα, αυτός έτρεξε από τον Μαραθώνα στο Φάληρο και έφερε το χαρμόσυνο «Νενικήκαμεν!...», το αποτέλεσμα της μάχης με τους Πέρσες. Σήμερα, όποιος Έλληνας τρέξει μαραθώνιο, όταν τερματίζει, και έχει σώας τας φρένας του θα πρέπει να φωνάξει «Δεν Νενικήκαμεν!». Εκτός κι αν θεωρείται νίκη η θηλειά ακόμα στο λαιμό της χώρας με τα χρωστούμενα. Τα δάνεια, τα βάρη στο σβέρκο μας, ό,τι προκάλεσαν τα μνημόνια.

 

Θρύλος ο Σπύρος Λούης. Ο 23χρονος νικητής του μαραθωνίου στους Α’ Ολυμπιακούς Αγώνες της σύγχρονης εποχής που γεννήθηκε στο Μαρούσι Ιανουάριο του 1873 και πέθανε πάμφτωχος, σύμφωνα με το ληξιαρχείο το 1940, σα σήμερα 26 Μαρτίου. Για την Ιστορία, αν έχει αξία, αναφέρουμε πως ο ολυμπιονίκης είχε πεθάνει μια μέρα πριν.
Μετά την ιστορική και αμφισβητούμενη νίκη του ο Σπύρος Λούης έκανε μία ήρεμη ζωή, είχε κάποια μικροπροβλήματα, κατηγορήθηκε για μια υπόθεση πλαστογραφίας, όμως απαλλάχθηκε. Η προπολεμική Ελλάδα είχε ξεχασμένο τον Σπύρο Λούη και τον θυμήθηκε το 1936 όταν ο Χίτλερ κάλεσε τον Έλληνα χρυσό μαραθωνοδρόμο να γίνει σημαιοφόρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου.

Τερματίζει πρώτος ο Λούης στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1896. Και τον ρωτάνε τι θα ήθελες να σου δώσουν για επιβράβευση, διότι δεν υπήρχε κάποιο πριμ. Και ο χωριάτης, ο βοηθός νερουλά του πατέρα του είπε: «Να μου χαρίσετε ένα γαϊδουράκι, να κουβαλάω το νερό που πουλάμε».

Διαβαστε ακομα:

Η ΚΙΤΡΙΝΟΜΑΥΡΗ ΦΑΝΕΛΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΝΑΚΗ