ΓΟΝΑΤΙΣΤΟΙ ΖΗΤΑΝΕ ΣΥΓΓΝΩΜΗΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΙΓΡΗ

 
Φθινόπωρο 1988, πλατεία Μέμου, Κορυδαλλός. Ένα ολοκαίνουργιο σπορ αμάξι οδηγάει ο της Προοδευτικής Ιωάννης Καρράς και στη θέση του συνοδηγού ο του Ιωνικού Δημήτριος Μελισσανίδης, ιδιοκτήτης τριών σχολών οδηγών. Κατευθύνονται προς την Πέτρου Ράλλη, να τσουλήσουν Πειραιά μεριά, είναι βιαστικοί. Τους φράζουν το δρόμο τρία αλητόπαιδα, με επιθετικές διαθέσεις, γλώσσα προκλητική, χλευαστική για το μπάνικο κάρο και ποιοι είστε, ρε φλωράκια.

- Κάνε πίσω, Γιάννη, και αμέσως πέσε επάνω τους, προτείνει ο Μελισάν.

 

 

Ο Καρράς δεν είναι για τέτοια, άλλωστε βιάζεται, δεν έχει χρόνο για μανούρες. Τα πρεζόνια κρατάνε και σιδερόβεργες. Μην του τσακίσουν το αυτοκίνητο.

Κάποια στιγμή έληξε ο τσαμπουκάς και τα αλάνια, η συμμορία της πλατείας, πήγαν για σουβλάκια, όπως κάθε βράδυ στο νταηλήκι. Αν μπορούσε να έκανε διαφορετικά ο μπάρμπας ο σουβλατζής, δηλαδή να μην τους ξηγιότανε τζάμπα δυο – τρία κομμάτια απ’ όλα. "Ο τρελός της πλατείας" χαμογελάει.

 

 

- Γιατί γελάς, βρε μαλακισμένο, απορεί ο αρχηγός της συμμορίας.

Χα, χα και χου, χου δεν σταματά να σπαρταρά στο γέλιο ο τρελός της πλατείας. «Γελάω, γιατί στο αυτοκίνητο που σταματήσατε ήταν μέσα ο Μελισσανίδης…, χα χα…, χου χου…».

 

 

Μόλις το άκουσε ο μπάρμπας όσο πισωγύριζε τις πίττες στη ψησταριά αυθόρμητα κοίταξε τα τρία παλιόπαιδα σα να είχε κληρωθεί το όνομά τους, να τους πάρουν στους φούρνους του Νταχάου.
- Τι συμβαίνει, γέρο, γιατί γούρλωσες τα μάτια;

Ο τρελός της πλατείας συνέχιζε να ξεκαρδίζεται μονολογώντας "Στο αυτοκίνητο μέσα ήταν ο Μελισσανίδης…, πώ, πω τι έχει να γίνει…".

 

Μετά από μια ώρα ένα ημιφορτηγό ντάτσουν που οδηγεί ο Μελισσανίδης ξεφορτώνει στην πλατεία δυο ντουλάπες, δυο θεόκτιστους. Μη λέμε πολλά. Όλη η Μέμου και κόσμος από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών παρακολουθούσαν το σώου.

Στα τρία κωλόπαιδα η τιμωρία του Μελισσανίδη ήταν να σέρνονται γονατιστοί, με τα χέρια υψηλά και να κραυγάζουν "Δεν θα το ξανακάνω, ζητώ συγνώμην…, Δεν θα το ξανακάνω, ζητώ συγνώμην…, Δεν θα…".

Είχε περάσει μισή ώρα και το βασανιστήριο συνεχιζόταν κανονικά. "Ζητώ συγνώμην, δεν θα το ξανακάνω…". Ο Μελισσανίδης φωνάζει τον τρελό της πλατείας: "Τσάκω αυτό και πες τους ότι δεν τους ακούω…".

 

Ο τρελός τσεπώνει το πεντακοσάρικο και ενθουσιασμένος τρέχει στους τρεις γονατοσερνάμενους… "Πιο δυνατά, ρε, δεν σας ακούει, φωνάζετε πιο δυνατά…".

Οι τρεις με τα γόνατα στο τσιμέντο της πλατείας βάζουν όλα τα δυνατά τους, πάντα με τα χέρια στον ουρανό "Δεν θα το ξανακάνω, ζητώ συγνώμην…".

 

Έχουν να το λένε ακόμα στην πλατεία. Οι τρεις αληταράδες δεν ξαναφάνηκαν στα μέρη.

Διαβαστε ακομα:

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΕΒΡΑΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΟ ΤΟΥ