ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ ΟΙ... ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΕΣ
Η πατρίδα, η θρησκεία, το κόμμα, το σχολείο, ο στρατός, ακόμα και μια επιχείρηση, τράπεζα, σουπερμάρκετ, αεροπορική εταιρεία, ένα νοσοκομείο, ένα ορφανοτροφείο, έχουν ανάγκη τη σημαία τους. Το λάβαρο τους. Το σύμβολό τους.
Η ΠΑΕ θέλει να φτιάξει τον ύμνο της ομάδας και πρώτα αναζητάει τον μουσικό. Βέβαια. Τι να τα κάνει τα «λόγια», τους στίχους, ό,τι σύνθημα θες να περιέχει ο συλλογικός Ύμνος, όταν η μουσική είναι μάπα. Στόχος είναι να γράφεται ύμνος για να ενώνονται χιλιάδες στόματα, Να είναι ξεσηκωτός. Να ξεκινάει από τα μπετά της κερκίδας και να φτάνει στους ουρανούς.
Η δύναμη του ύμνου είναι στο ρυθμό του. Στα ανεβάσματα του. Και να υπάρχουν λέξεις τέτοιες που όταν τις κραυγάζει ο οπαδός να τον καταλαμβάνει έκσταση. Διονυσιασμός. Να τραντάζεται ολόκληρος
''Έχουμε ένα όνομα γνωστό – το ξέρουν όλοι – Μπάρσα!, Μπάρσα!. Μπάρσα!''. Τι είναι αυτό; Τίποτα. Ένα άδειο πράμα είναι. Να, όμως, που ο ύμνος της Μπαρτσελώνα «φτιάχνει» τους οπαδούς της. Τους γεμίζει ευτυχία όταν τον τραγουδούν. Και να μη δουν μπάλα, να αναβληθεί το ματς, και μόνο ότι ''έπιασαν'' όλοι μαζί τον ύμνο άξιζε που πήγαν στο γήπεδο.
«Οι μπλαουγράνα προχωρούν – με μια δυνατή φωνή – Μπάρσα!, Μπάρσα!, Μπάρσα!».
Λόγια κοινότυπα. Καθημερινά. Τι να τον κάνεις τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Αυτοί είναι για νόμπελ ποίησης. Έναν Μίκη Θεοδωράκη θες για τον ύμνο, να μελοποιήσει τα φτηνά, τα ρηχά λόγια και να προσδώσει ταυτότητα στην ομάδα.