ΠΡΟΣ ΒΑΤΕΡΛΩ ΟΙ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΜΙΣΘΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
Γράφει ο Ισαάκ Διαμαντίδης
Συντριπτική ήττα περιμένει την κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις για την αύξηση του βασικού μισθού που προτείνει η Ελλάδα και στην ακύρωση των νόμων που προβλέπουν περαιτέρω μειώσεις στις συντάξεις.
Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ήταν σαφής στις δηλώσεις του. Δεν μπορείς, είπε να έχεις μεγαλύτερο βασικό μισθό από αυτόν που σε δανείζει. Αυτό θα συνέβαινε σε έξι δανείστριες χώρες αν ο βασικός μισθός στην Ελλάδα ανέβαινε από τα 586 ευρώ που είναι σήμερα στα 751, που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση. Είναι κάτι που δεν μπορεί να περάσει από τα εθνικά κοινοβούλια, τόνισε ο πρόεδρος της Κομισιόν.
Παράδειγμα η Ισπανία στην οποία η Ελλάδα χρωστά 25 δις. Εκεί οι εργαζόμενοι έχουν βασικό μισθό 753 ευρώ, αλλά χωρίς τα δώρα που παίρνουν οι Έλληνες. Ο βασικός μισθός στην Ελλάδα βγαίνει αν πολλαπλασιάσει κανείς το 586 επί το 14 που είναι το σύνολο των μισθών και το διαιρέσει δια 12. Σύμφωνα και με τη Γιουροστάτ είναι 684 ευρώ. Εύκολα μπορεί να υπολογίσει κανείς που θα πήγαινε αν το επέτρεπαν οι εταίροι.
Πάμε τώρα στις συντάξεις, παίρνοντας σαν παράδειγμα την Πορτογαλία, που όπως και η Ελλάδα έχει 2,5 εκατ. συνταξιούχους. Είναι το μόνο κοινό σημείο ανάμεσα στις δύο χώρες. Στις δαπάνες η Ελλάδα «υπερέχει» κατά τουλάχιστον τρία δις. το χρόνο έναντι 16 δις. το 2009.
Το 1,7 εκατ. συνταξιούχων στη Πορτογαλία λαμβάνει μηνιαία σύνταξη μέχρι του ποσού των 424 ευρώ. Στην Ελλάδα, η χαμηλότερη σύνταξη είναι 480 ευρώ και η μέση σύνταξη 908 ευρώ. Στον αγροτικό τομέα, οι συντάξεις φθάνουν τα 227,43 ευρώ στην Πορτογαλία. Οι υπόλοιποι παίρνουν μικρότερα ποσά. Στην Ελλάδα η μικρότερη σύνταξη του ΟΓΑ ανέρχεται σε 360 ευρώ.
Οι Πορτογάλοι βγαίνουν στη σύνταξη στα 65 ή μετά τα 55, αλλά με δραστική περικοπή των αποδοχών τους αν έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 30 χρόνια δουλειάς. Από την άλλη πλευρά, στην Ελλάδα που έχει πολύ υψηλότερο δημόσιο χρέος, οι 9 στους 10 νέους συνταξιούχους των «ευγενών ταμείων», π.χ. τράπεζες και ΔΕΚΟ, βγαίνουν στη σύνταξη πριν τα 62. Φυσικά, το κόστος ζωής στη Πορτογαλία είναι χαμηλότερο, κατά περίπου 20%, αυτό όμως δεν εξηγεί επαρκώς τις μεγάλες διαφορές.
Διαβάστε ακόμα: