Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΣΚΟΜΠΑΡ
Πολλά λεφτά βγαίνουν από τη άσπρη σκόνη. Ατέλειωτα πακέτα. Και το παλληκάρι δεν έπαιζε με τίποτα κιλά και άντε να χώσουμε το πράμα σε τίποτα λάστιχα αυτοκινήτου ή στα σουτιέν μιας γκόμενας. Πριν από τέσσερα χρόνια τον έκαναν τσακωτό στη μέση του Ατλαντικού ωκεανού και βρήκαν μέσα στο ψαράδικο πλοίο του πεντέμισυ τόνους κόκας. Τόνους, ε; Δεν λογαριάζεται με τίποτα το πόσο χοντρά κονομούσε από τα «ταξίδια» του, και δεν ήταν ένα και δυο. Ουδείς εκτός από τον ίδιον τον ίδιο τον βαρώνο της κόκας γνωρίζει σήμερα πόσο μετράει ο θησαυρός του και πού είναι θαμμένος…
Είπαμε. Ο άνθρωπος σε γυρίζει πίσω. Πολύ πίσω. Σα να διαβάζεις μυθιστόρημα του Τσαρλς Ντίκενς η ζωή του. Ο χαμένος θησαυρός του πειρατή, που δεν είναι χαμένος. Καβατζωμένος ναι, όχι χαμένος. Αυτός μόνο ήθελε, να νομιμοποιήσει όσο χαρτί μπορούσε περισσότερο αγοράζοντας απ’ άλλους τυχερά δελτία του ΟΠΑΠ. Που, όμως, να κρυφτεί και που να πήγαινε το πράμα;… Όταν από τη μια δεν σταματάνε οι καραβιές, τα πήγαινε –έλα με τα σακούλια κάργα στην άσπρη, από την άλλη όλο και κάπου θα στράβωνε το έργο με τα ξένα κερδισμένα δελτία.
Και δεν σταμάτησε το νταραβέρι με τον ΟΠΑΠ. Δηλαδή; Μέσα από τη φυλακή ο Έλληνας Εσκομπάρ, όχι προσωπικά ο ίδιος βέβαια, ξεκίνησε άλλη φάμπρικα. Να παίζει στοίχημα. Έλεγε σ’ ένα δικό του Τράβα σ’ αυτό το σημείο και ξέθαψε τόσα και παίχτα στο στοίχημα. Μετά έστελνε άλλον, όχι τον ίδιον, σ’ άλλο κρυφό σημείο για να ξεθάψει ευρώ, πάντα πεντακοσάρικα. Μιλάμε για τεράστια ποσά, όχι για φραγκοδίφραγκα. Να παίζει ο άνθρωπος 750.000 ευρώ τον έναν μήνα, τον άλλο μήνα 1.600.000 ευρώ, τον αμέσως επόμενο μήνα 4.900.000 ευρώ, μετά 12.500.000 ευρώ. Φοβερά πράγματα. Φοβερά νούμερα. Ατέλειωτα πακέτα.
Δεν έχει ξαναγίνει. Ή μάλλον γινότανε παλιά, τότε στη χρυσή εποχή της κουρσίας, της πειρατείας πριν 400 και 500 χρόνια. Ο κάθε αρχιπειρατής έκρυβε τα κλοπιμαία και μετά το θάνατό του, συνήθως όχι φυσικό θάνατο, όλοι έψαχναν το θησαυρό και οι παραμυθάδες της εποχής έγραφαν τις σχετικές ιστοριούλες τους για μικρούς και μεγάλους.
Τα εκατομμύρια του Αγγελόπουλου που παιζόντουσαν σε προποτζήδικο κατέφθαναν στα κεντρικά γραφεία του ΟΠΑΠ της Θεσσαλονίκης και τα μηχανήματα καταμέτρησης κλωτσούσαν. Δεν μπορούσε να δουλέψει κρα κρα κρα κανονικά το εργαλείο και σταματούσε παρ’ ότι τα πεντακοσάρικα δεν ήταν πλαστά. Ήταν λίγο μουχλιασμένα, όμως. Από την υγρασία. Μούχλα μάζευαν χωμένα μέσα στη γη.
Τελικά πήραν πρέφα ότι αυτά τα πεντακοσάρικα δεν προέρχονται κατ’ ευθείαν από την τράπεζα, ούτε από κάποιο χρηματοκιβώτιο ανώνυμου, άγνωστου. Πρέπει αυτά τα πεντακοσάρικα να ήταν κρυμμένα στη γη. Θαμμένα. Κοντά σε υδροφόρο ορίζοντα, μάλιστα. Πού, όμως; Άγνωστο. Και ποιος μπορούσε να έχει τόσο χρήμα και να μην το έχει βαλμένο σε τράπεζα, ούτε ακουμπισμένο σε θυρίδα τραπεζική για να μπορεί ανά πάσα στιγμή να το παίρνει, να σηκώνει όσο χρήμα θέλει χωρίς να δίνει λογαριασμό ούτε στην τράπεζα;
Μη λέμε πολλά. Η έρευνα έφθασε στον «χοντρό», στον μίστερ «fat boy», όπως είναι το παρατσούκλι του Αγγελόπουλου πανελληνίως και παγκοσμίως. Κι έτσι ο εισαγγελέας από την περασμένη εβδομάδα ξανάνοιξε το φάκελο. Θα εξεταστεί πάλι, το πράμα, πως είναι δυνατόν ένας τύπος που μέχρι το 1997 δήλωνε εισοδήματα όπως ένας μεσαίος, μικρομεσαίος βιοπαλαιστής, ξαφνικά να πήζει στο χρήμα, να αγοράζει καράβια και ακίνητα, να συναλλάσσεται χοντρά, δηλαδή με φουσκωμένα πακέτα μέσω τραπεζών και να δείχνει γενναιοδωρία τόσο σε ανθρώπους, όσο και σε αγίους. Εδώ είμαστε. Εδώ θέλω να έλθω. Δηλαδή;
Όχι μόνο σκορπούσε χρήμα σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη, όχι μόνον έκανε φιλανθρωπίες, και συνεχίζει ακόμα και μέσα από τη φυλακή να βοηθάει κόσμο ο Αγγελόπουλος, αλλά έκτιζε και εκκλησίες. Είπαμε. Εδώ είμαστε. Έχει δώσει λεφτά ο Αγγελόπουλος να κτιστεί σχολείο στο χωριό του. Όπως να αναστηλωθεί η εκκλησία του αγίου Γεωργίου στους παλιούς Πόρους. Τι να λέμε τώρα; Κακοποιός, σου λένε. Και; Εγκληματίας. Και; Και σωτήρας, όμως. Κάποιοι τον έχουν για σωτήρα διότι σ’ αυτόν προστρέχουν όταν έχουν ανάγκη. Και αν τον ψάξεις μπορεί να μη βρεις μια επάνω του. Άσχετο αυτό. Ας είναι καλά το χώμα. Τα λεφτά κάτω από το χώμα.
Θρύλος ο Μπαρμπαρόσα. Ο θρυλικός κουρσάρος της Μεσογείου. Τούρκος ναύαρχος, στρατιωτικός κανονικός με πλάκα τα παράσημα- την έκανε πρώτα στο Τούνεζι, στην Τυνησία και μετά στο Αλγέρι. Ποτέ, όμως, δεν έχασε την πίστη του και την αγάπη του για την πατρίδα ο οθωμανός που το πραγματικό του όνομα ήταν Χαϊρεντίν Μπαϊμπαρός ή όπως τον αποκαλούσαν οι δυτικοί Χιζύρ Ρέις. Φόβος και τρόμος ο Μπαρμπαρόσα. Ένας ληστής. Ένας πειρατής. Και αγαθοεργίες, όμως. Και να κτίσει με δικά του λεφτά ένα τζαμί στην Κωνσταντινούπολη, και μια θεολογική σχολή, ένα ιεροδιδασκαλείο να μαθαίνουν τα παιδιά το λόγο του προφήτη Μωάμεθ. Κι όταν πέθανε ο Μπαρμπαρόσα, το 1546, τον έθαψε η τουρκιά με τιμές αρχιναυάρχου.
Κάποια άλλη φορά, αν μας δώσει την αφορμή η κουβέντα, ίσως επανέλθουμε γι’ αυτήν την τεράστια και ιστορική φυσιογνωμία του Χαϊρεντίν που γεννήθηκε 13 χρόνια μετά τη πτώση της Κωνσταντινουπόλεως. Μη ξαναφύγουμε από το θέμα μας. Έλληνες πειρατές γιατί δεν αγωνίστηκαν πατριωτικά κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην επανάσταση; Όπως και αμέτρητοι κλέφτες και αρματωλοί. Κάποιοι από του ήρωες του ’21, παλληκάρια έδωσαν τη ψυχή τους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και τελικά κατάντησαν λήσταρχοι στα βουνά. Όλα να τα λέμε.
Να τα λέμε όλα, γιατί; Αποδυτηριάκια διαβάζεις. Να τα λέμε όλα όχι για να δυσφημήσουμε κάποιον, κάποιους, ούτε για να ηρωοποιήσουμε άλλους. Για να δούμε, να μπορούμε να δούμε κατάφατσα τη ζωή. Αυτή τη γαμημένη ζωή που αν είσαι σωστός θα πρέπει να κάνεις τον ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΓΩΝΑ, την προσωπική σου ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ για να μην υποταχτείς. Στους άγραφους και αδίστακτους νόμους της γαμημένης ζωής να μην παραδοθείς.
Άγιος Νικόλαος ο Κλέφτης. Μάλιστα, κύριε. Όπως το διαβάζεις. Υπάρχει εκκλησία στην Κίμωλο, κτίστηκε από πειρατή και την ονόμασε έτσι. Προστάτης των ναυτικών ο αη – Νικόλας; Σύμφωνοι. Και οι πειρατές, τι είναι, ρε μαλάκες; Ναυτικοί είναι κι αυτοί. Και μιλάμε για εποχές όπου η πειρατεία και οι αρπαγές στη θάλασσα ήταν ένα κανονικό επάγγελμα. Όπως το διαβάζεις. Και αναγνωριζόταν κανονικά επάγγελμα τιμητικό, άξιο τιμής, τόσο από τις αρχές, όσο και από το παπαδαριό. Μιλάμε πολύ σοβαρά. Μιλάμε ιστορικά. Δεν γυρίζουμε ταινία, ούτε γράφουμε μυθιστόρημα. Σκαλίζουμε σελίδες της Ιστορίας. Και έχουμε και λέμε, χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες. Στο φινάλε σεντόνι του αποδυτηριάκια είναι, όχι αντιγραφή συγκεκριμένων γεγονότων με αυτούς ή εκείνους τους πρωταγωνιστές.
Υπήρχαν κουρσάρικα καράβια με στρατιωτικό ιερέα. Μάλιστα, κύριε. Δουλειά μας είναι να κάνουμε ρεσάλτο σε όποιο καράβι τρακάρουμε. Έχουμε πληροφορίες ότι θα περάσει απ’ αυτόν τον κάβο και θέλουμε και τη βοήθεια του Θεού. Δεν κουρσεύουμε χωρίς τις ευχές της πίστης μας.
Δεν κατάλαβα, ρε μαλάκες. Ο Μπους τι κάνει; Βγήκε κανένας επίσκοπος ψιλοκαριόλα από το παπαδαριό της Αμερικής και του είπε του Γιώργου Τι δουλειά έχεις να μπουκάρεις στο Ιράκ; Δεν νομίζω. Στο όνομα του Χριστού ισοπεδώθηκε το Αφγανιστάν, με τη βοήθεια του Θεού έγινε και το έργο στο Ιράκ.
Νησιά ζούσαν κατά 80 και 90% από την πειρατεία. Κανονικά. Η κάθε οικογένεια είχε κάποιον σε τσούρμο κουρσάρικο. Κανονικά. Και οι γυναίκες και τα παιδιά τους, όλοι ξέρανε τι γίνεται. Κανονικά. Και πρώτοι απ’ όλους οι παπάδες του νησιού. Τι να πουν; Τέκνα μας, δεν είναι σωστό να σουλατσάρετε στις θάλασσες και αντί να ψαρεύετε καμία παλαμίδα, εσείς αρπάτε τις περιουσίες αθώων συνανθρώπων μας. Δεν γίνονται αυτά τα πράματα. Το παπαδαριό ποτέ των ποτών δεν πήγε κόντρα στον λαό, στα συμφέροντα του λαού και στην εξουσία των αρχών. Πάντα. Και πάντα πουλούσε αγνότητα, θρησκευτικότητα, συντροφικότητα και άλλες τέτοιες παπαριές, όμως μέχρι εκεί που τους έπαιρνε.
Φραγκισκανοί και καπουτσίνοι παπάδες ευλογούσαν το κατευόδιο των κουρσάρων. Και όχι μόνον. Τους έδιναν και άφεση αμαρτιών. Μιλάμε πολύ σοβαρά. Νόμος! Ποιος νόμος! Τόσο τα εκατό από το πλιάτσικο πηγαίνει στην εκκλησία τάδε. Όπως το διαβάζεις. Είπαμε. Δεν είπαμε; Νόμος. Το ένα τέταρτο της πειρατικής λείας στην Παναγία. Κανονισμένα και συμφωνημένα. Είναι ατέλειωτος ο κατάλογος των πειρατών που έκτισαν ξωκλήσια. Δεν έχουν αριθμό, δεν βρίσκεις το λογαριασμό, τα πακέτα και τα κλεμμένα αντικείμενα από πειρατείες χάρισμα σε φτωχούς με την ευλογία και συμφωνία παπάδων.
Η γαμημένη φύση του ανθρώπου. Βάση της φύσης του δίποδοι είναι η αρπαγή. Γι’ αυτό και η πειρατεία είναι πανάρχαια ιστορία. Και ειδικώς εδώ στη γειτονιά μας, στη Μεσόγειο, αυτή κι αν ήταν η και γαμώ θάλασσα της αιώνιας πειρατείας. Έλληνες, Βενετοί, Γενουάτες, Δαλματοί, Αλγερινοί, Καταλανοί. Λεφούσια πειρατικά ένδοξα και τιμημένα και με οικόσημα, παρακαλώ. Ακριβώς. Οι μεγαλοπειρατές είχαν τη δική τους σημαία, και το δικό τους οικόσημο. Ήταν οι γαλαζοαίματοι της πειρατείας, οι πρίγκηπες της αρπακτής. Αξιοσέβαστοι από αντιπάλους και, βέβαια, από τους γαλονάδες αρχιερείς. Γι’ αυτό το κουρσάρικο με καπετάνιο χριστιανό το λέγανε χριστιανικό κουρσάρικο. Ενώ αν ήταν μουσουλμανικό τότε ήταν άπιστο.
Από πού βγαίνει η λέξη πειρατής; Έχει σημασία αυτό για να αντιληφθούμε το πώς αντιμετωπιζόταν τα παλιά τα χρόνια ο πειρατής. Έτσι είναι. Από το πώς ονοματίζεται κάτι φανερώνει και την κοινωνική διάσταση της έννοιας πειρατεία. Λοιπόν. Είναι το ρήμα Πειρώ, Πειράω, Πείρωμαι, και σημαίνει επιχειρώ, ενεργώ, δοκιμάζω. Πήρες πρέφα; Την πειρατεία δεν την πρωτονόμασαν λεηλασία.
Πειρατής. Πειραστής. Πειρασμός. Το κόβω. Το ‘χω πει πολλές φορές. Οι λέξεις είναι φως. Δάδες αναμμένες, φωτίζουν το πριν σου. Τις απαρχές του παρελθόντος σου. Χαίρετε.
Διαβαστε ακομα: