ΜΕΣ ΣΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΑ ΝΕΡΑ ΧΙΛΙΑΡΙΚΑ ΣΚΟΡΠΙΖΟΥΝ
Αυτά τα αεροστεγή παπόρια που μας πηγαίνουν στα νησιά είναι τελικά μεγάλο σχολείο Πατριδογνωσίας. Μπαίνεις και μέσα σε τέσσερις ώρες μαθαίνεις τόσα πράγματα για τους συμπατριώτες σου, και για τον κόσμο όλον, που δεν στα μαθαίνει κανένα πανεπιστήμιο.
Πριν φύγουμε, δεν είχαμε ακόμα καλοκαθήσει, μάθαμε ότι ο Πούτιν είναι γκέι. Το είπε καθαρά η διπλανή μου κυρία στην απέναντι και είναι σίγουρο γιατί το «διάβασα στην τηλεόραση». Η άλλη της απάντησε αμέσως ότι δεν είναι αυτό, «είναι που έριξε τη βόμβα στο αεροπλάνο, γι’ αυτό διαδίδουνε τέτοια ο κόσμος».
Άνοιξα ένα βιβλίο να διαβάσω, αδύνατον. Άρχισαν τα παιδιά τους, μια φωνή ένα κακό. Αυτή να ωρύεται.
- «Σκάστε, θα τα βρω. Εδώ τα έχω βάλει». Τι είχε βάλει; Τα «τάμπλετς» των παιδιών. Τα βρήκε. Τους τα ‘δωσε. Αυτά ανάψανε τη φωσφορίζουσα οθόνη, βυθίστηκαν στον κυβερνοχώρο κι ούτε ξανακούσαμε τη φωνή τους, μέχρι που πιάσαμε λιμάνι. Σε ολική νάρκωση τα τέκνα.
Εν αντιθέσει με τις στοργικές μητέρες τους που δεν έβαλαν γλώσσα μέσα. Απύλωτο το στόμα.
- Εγώ ήθελα να πάμε Τήνο γιατί έχω τάξει στην Παναγιά το πόδι μου αλλά ο Ντίνος ήθελε Μήλο.
- Τι έχει το πόδι σου;
- Δεν το ξέρεις, μυρμηκίαση.
- Έλα; Το ένα;
- Όχι και τα δύο, αλλά αυτά που πουλάνε τ’ ασημένια έχει μόνο το ένα πόδι. Δηλαδή να το δεις σαν έννοια «Πόδι», όχι αριθμητικά.
- Μήπως να κάνεις ένα ολόσωμο επάργυρο να σε πιάσει παντού;
- Υπάρχει τάμα σε ολόσωμο;
- Και δεν φτιάχνεις ένα μόνη σου;
- Τι χειροποίητο;
- Όχι αγάπη μου, σε χρυσοχόο. Είχαμε φτιάξει εμείς τα μάτια της μαμάς, τότε που είχε την ωχρά κηλίδα και δεν έβλεπε.
- Και είδε;
- Δεν ξέρουμε γιατί μετά πέθανε, για άλλους λόγους.
- Και πού της κάνατε τα μάτια τάμα;
- Στο Χαλάνδρι σ’ έναν χρυσοχόο δίπλα μας.
- Καλά λες. Ε, του χρόνου τώρα. Έτσι κι αλλιώς τη χάσαμε για φέτος τη Μεγαλόχαρη.
- Κι είναι κι η Μύκονος δυο βήματα. Πετάγεσαι το βράδυ να δεις τον Ρέμο με τον Ιγκλέσιας και το πρωϊ παίρνεις το σπίντ και είσαι πίσω στη Μεγαλόχαρη.
- Λίγο ακριβό όμως, βρε παιδί μου, το ντουέτο. Ένα χιλιάρικο το άτομο.
- Ναι αλλά σου δίνουνε κι ένα κουτάκι με χαβιάρι δώρο.
- Ε, τότε εντάξει. Συμφέρει.
Είπα να βγω έξω να με χτυπήσει ο αέρας να συνέλθω.
- Δεν μπορείτε να βγείτε έξω, απαγορεύεται.
- Μα αφού έχει πόρτα.
- Ναι είναι μόνο για τα ζώα, που απαγορεύονται μέσα.
- Μπα δεν το πρόσεξα.
- Καλά, επειδή είσαστε εσείς. Αλλά προσέξτε, απέξω δεν ανοίγει, θέλει κωδικό.
Και μου πασάρει ένα χαρτάκι με αριθμούς και ψηφία, ούτε το Fort Knox στο Kentucky να ‘τανε. Το θησαυροφυλάκιο των ΗΠΑ.
Βγαίνω έξω. Να είναι παρατεταγμένα όλα τα κλουβιά με σκύλους και γάτες στον ήλιο. Να ουρλιάζουν τα καημένα τα ζώα, να τα καίγεται η ψυχή σου. Κάνω να γυρίσω πίσω, πάω να δω το χαρτάκι, μου το παίρνει ο αέρας. Να χτυπάω την τζαμόπορτα, να αλυχτάνε τα σκυλιά, οι γάτες να ουρλιάζουν, κι εγώ: «Ανοίχτε. Ανοίχτε Χριστιανοί».
Να μην ακούει κανείς στην επτασφράγιστη καμπίνα. Με τα πολλά μου ανοίξανε. Με περιμένανε δε στην πόρτα ουρά οι φιλόζωοι. Να με τραβάν απ’ το μανίκι.
- Μήπως είδες τη Νινιόν μου; Ένα γατάκι με άσπρο φιόγκο;
- Τον Νταβάλη μου τον πήρε το μάτι σου; Μήπως διψάει; Είχε τη γλώσσα έξω;
- Ένα ροτβάιλερ ζει;
- Η Πιπίνα μου σου μίλησε;…
Ευτυχώς πιάναμε το πρώτο λιμάνι και το «Ανακοίνωση σε λίγα λεπτά φτάνουμε στο λιμάνι όσοι από ‘σας έχουν προορισμό τη Σέριφο παρακαλούμε να κατέβουν στο γκαράζ», και διαλυθήκαμε κακήν κακώς.
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, που δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ, υπογράφει ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Διαβάστε ακόμα: