ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΠΡΟΣΕΧΕ Ο ΘΕΟΣ
Του Σπυρίδωνος σήμερα, όλη ημέρα δική του. Αγίου, βέβαια. Αν δεν ήταν αγιάνθρωπος, όπως λέμε αγριάνθρωπος, δεν θα τιμούσε η Εκκλησία μια ημέρα με το όνομα του θαυματοποιού. Ήταν και θαυματοποιός, άλλωστε γι' αυτό έγινε άγιος. Το να είναι κάποιος καλός άνθρωπος, φιλάνθρωπος και αγνός, πιστός δεν φθάνει. Σιγουρεύει την αγιοσύνη του όταν κάνει π.χ. και θαύματα. Δεν βρέχει π.χ. κι αυτός, με κάτι μαγικό, μετά από ημέρες ανομβρίας, καταφέρνει και ανοίγουν οι ουρανοί, καταβρέχουν το σύμπαν.
Θαύμα, σου λένε. Μια στιγμή. Ο άγιος παρακάλεσε τον Θεό και έβρεξε. Άρα; Δεν έβρεξε ο άγιος, αλλά ο παντοδύναμος. Απλά ο άγιος εισακούστηκε. Μάλιστα. Γιατί, όμως, ο Θεός έκανε απεργία στη βροχή; Επειδή οι άνθρωποι ήταν κουφαλίτσες. Το είχαν παραξηλώσει στις αμαρτίες. Μάλιστα. Και με τη βροχή ποιός ωφελήθηκε; Οι αμαρτωλοί. Άρα; Ένα από τα δύο. Ή ο άγιος παραμύθιασε τον Θεό. Ή ο Θεός ήθελε παρακάλια. Υπάρχει τρίτο σενάριο;
Κύπριος ο Σπυρίδων, φτωχαδάκι, αγροτόπαιδο, αγράμματο, δεν ήξερε να γράφει, να διαβάζει, όμως όλη την ημέρα, λέει, διάβαζε την Αγία Γραφή. Ακόμα και τις ώρες που αμόλαγε τα πρόβατα στη βοσκή. Δεν πρόσεχε τα πρόβατα, αυτός μελετούσε τα κιτάπια της θρησκείας. Ήταν σίγουρος ότι ο Θεός θα είχε το νου του στους λύκους.
Παντρεύτηκε, πέθανε η γυναίκα του που του έκανε μια κορούλα κι αυτός κλείστηκε σε μοναστήρι, έγινε μέχρι και επίσκοπος. Θαύματα όσα θέλεις. Μάγος ο άνθρωπος. Μια γλίτσα για παράδειγμα την μετέτρεπε σε χρυσάφι για να βοηθήσει τους φτωχούς. Τα κόκκαλά του, για να μη τα βουτήξουν οι Τούρκοι στην Κύπρο, τα μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και, τέλη του 16ου αιώνα, βρέθηκαν στην Κέρκυρα, όπου έγινε ο πολιούχος του νησιού.
Διαβάστε ακόμα: