ΣΤΑ ΓΑΡΓΑΡΑ ΝΕΡΑ, ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΚΑΤΟΥΡΑΝΕ

 

Γράφει ο Στήβεν Αβραμίδης

Ένας από τους λόγους που πάω διακοπές είναι για να ξεφύγω από την πόλη. Να ζήσω με άλλους ρυθμούς και να καθαρίσει το κεφάλι μου. Κι άλλους λόγους έχω βέβαια, αλλά δεν γράφονται διότι το διαζύγιο πλέον παρέχεται σε συσκευασία κοσμήματος. Είναι πανάκριβο. Και δεν είναι και της παρούσης.

Μαζεύω λοιπόν τα πράγματα μου και βουρ για το νησί και τη φύση του. Φτάνω. Και τι κάνω; Κατ’ αρχάς τα στραβά μάτια. Δηλαδή προσποιούμαι ότι έτσι οικογενειακά ήθελα να πάω κι όχι με καμιά δεκαπενταριά πουτάνες. Οτι οι παραλίες δεν έχουν γίνει μπουζουκομάγαζα στα οποία πρέπει να ρεζερβάρω πρώτη ξαπλώστρα πίστα μπας και κάτσω σαν άνθρωπος. Κατά δεύτερον προσπαθώ να μην δίνω σημασία σ’ όλους αυτούς τους νόμιμους μετανάστες που λέγονται τουρίστες κι έχουν μεταφέρει την πόλη τους στο νησί μαχόμενος να πεισθώ ότι είμαι στον παράδεισο. Είμαι αποφασισμένος να περάσω καλά. Μεγάλο πράμα η αυθυποβολή.

Ξεκινάω λοιπόν την φυσιολατρία. Πάω και κάθομαι κάτω από το δένδρο. Να απολαύσω. Τί; Ξέρω κι εγώ; Παντού πεταμένα σκουπίδια από τους προηγούμενους απολαύσαντες και μια μυρωδιά δημόσιας τουαλέτας καθ ό,τι μετά το φαγητό και την πέψη ακολουθεί κι άλλη πράξη.
Ξαναβρίσκω την πόλη. Αλλά και την φύση. Παντού μυρμήγκια, γύρω γύρω σφίγγες, μέλισσες, σκούρκοι, μπιμπίκια, ό,τι σόι έντομο υπάρχει έρχεται πάνω μου. Λες κι είχα ραντεβού μαζί τους. Ούτε μάθημα εντομολογίας να είχα αποφασίσει να κάνω. Καλά αυτά βγήκανε από τις φωλιές τους για να βοσκήσουν στα λουλούδια και προτιμούν εμένα; Αντί να πηγαίνουν στην γύρι θέλουν να κάθονται πάνω μου. Πιο νόστιμος είμαι; Τι μαλακισμένα που είναι τα έντομα!
Και τί μαλακισμένα ζώα είναι τα πουλιά. Αντί να πάνε να φάνε τα έντομα που με ενοχλούν, κι είναι και η κανονική τροφή τους, αυτά ασχολούνται με άλλα. Άκρη δεν βγάζω κι αποφασίζω ότι του χρόνου θα έχω μαζί μου ένα κατοικίδιο που να μπορεί να με προστατεύσει. Κάτι σε μυρμηγκοφάγο, αραχνοφάγο, σφιγγοφάγο. Ωραία τα ζώα της φύσης δε λέω, αλλά να τα βλέπω σε ντοκιμαντέρ. Όχι να περπατάνε πάνω μου επειδή βαρέθηκαν το περιβάλλον τους. Ωραία η φύση, όχι κι όλα τα τερατουργήματα της. Όχι επειδή πάω διακοπές, να επιμένει να θέλω και να συμβιβαστώ μαζί της.

Τέλος πάντων. Κλείνω το φερμουάρ της σκηνής με την πλαστική σίτα κι αράζω. Και εκεί που νοιώθω ότι είμαι ήρεμος κατακτητής, έστω και μέσα στο πλαστικό καβούκι, ξαναβρίσκομαι στην πλατεία της πόλης. Της πουτάνας γίνεται από τα τζιτζίκια. Ρε τι είναι αυτό το πράγμα ; Ζού ζού και ζού ζού, μου θυμίζουν την λεωφόρο Καβάλας σε ώρα μποτιλιαρίσματος. Είπαμε, τα στραβά μάτια μπορείς να τα κάνεις. Τα στραβά αυτιά πώς ακριβώς γίνονται;

Πάει ο ύπνος. Θα πάω να κολυμπήσω. Να γυμνάσω το κορμί μου στα γάργαρα νερά της παραλίας που κατουράνε όλοι οι πολίτες, είτε άμεσα σαν κολυμβητές, είτε έμμεσα μέσω του ανύπαρκτου ή του χαλασμένου βιολογικού καθαρισμού του ξενοδοχείου ή του δήμου. Πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι τα πράματα. Και το χημικό κομμάτι να δούλευε και, επιτέλους, να υπήρχαν πινακίδες στην ακροθαλασσιά: ''Απαγορεύεται στο κοινό να κατουράει και να φτύνει στην θάλασσα''. Βαρέθηκα να βλέπω απολίτιστους που... δικαιούνται να τα κάνουν όλα αυτά επειδή, λένε, ότι γουστάρουν την φύση.

Καθώς προχωράω πατάω τρία αγκάθια, κάμποσες γόπες, μερικές κοφτερές πέτρες. Έχει συνεργασθεί και ο άνθρωπος και η φύση, σκέφτομαι. Φτάνω στην άκρη και βλέπω τους πάντες έξω. Η θάλασσα έχει τσούχτρες και φύκια. Κυκλοφορούν δράκαινες κι επειδή φυσάει και προς τα έξω, έχουν έρθει σε μας οι βρωμιές των απέναντι. Είμαι άτυχος που δεν έχει άπνοια. Θα κολυμπούσαμε στα δικά μας απόβλητα, που τα ξέρουμε. Των απέναντι ποιος ξέρει τι σύσταση έχουν;

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ σηκώθηκε στο blog του Στήβεν Αβραμίδη, το φως του φεγγαριού

Διαβάστε ακόμα:

Το γαμήσι έχει ιερότητα