ΤΗΝ ΕΡΩΤΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΚΑΝΑΠΕ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ
Από μάπα η Βούλα είναι ίσως το πιο άσχημο κορίτσι στην Αθήνα του 1980. Αν, όμως, ρωτήσεις κάποιους από τις δεκάδες άνδρες που ξάπλωσαν μαζί της, όλοι θα συμφωνήσουν πώς στο κρεβάτι, με το μικροσκοπικό κορμί της, είναι άπαικτη.
Στα 21 της η Βούλα δεν έχει άλλη σκέψη παρά μονάχα με ποιον να πάει. Όλα τα λεφτά από το μισθό της τα δίνει σε καλλυντικά, αρωματικά και βέβαια, σε ρούχα.
Δεν έχει ιδιαίτερα κριτήρια η Βούλα προκειμένου να βγει με άνδρα, μ’ άλλον άνδρα. Το ότι στην ατζέντα της προσθέτει ένα ακόμα όνομα γκόμενου είναι η μεγάλη της προσωπική επιτυχία και σ’ αυτό καμία άλλη κοπέλλα, όσο πιο όμορφη και αρεστή να ‘ναι, μπορεί να της συγκριθεί.
Υποδιευθυντής στο τμήμα του ο Παντελής, βρίσκεται σε σνακ, στο όρθιο, με συναδέλφους από την προηγούμενη ασφαλιστική εταιρεία που δούλεψε χρόνια. «Η Βούλα, ρε!» είπε κάποιος από την παρέα βλέποντας την στο απέναντι πεζοδρόμιο.
- Την ξέρετε; Είναι η βοηθός μου…, είπε αδιάφορα ο Παντελής στους παλιόφιλους.
Ξαφνικά όλοι σήκωσαν το ποτήρι με τη μπύρα και τσούγκρισαν το χυμό του Παντελή, που απόρησε με τον ενθουσιασμό των άλλων. «Έλα, τυχερέ!» του είπαν με μια φωνή.
Τυχερός, γιατί; ''Επειδή είσαι προϊστάμενος της Βούλας!'' Και λοιπόν; Το ‘χαν σίγουρο οι άλλοι ότι κι αυτός θα …τσιμπολογούσε από την Βούλα. Ναι, ακόμα και ο Παντελής, ο ορισμός του αντιερωτικού άνδρα. Παντρεμένος, με δυο παιδιά, γυαλάκιας, σκυφτό πάντα κεφάλι, όχι μονάχα στο γραφείο, ακόμα κι όταν βαδίζει στο δρόμο.
Δεν πίστευε στα αυτιά του ο Παντελής αυτά που άκουσε. Ότι η Βούλα, αυτό το κοντοστούπικο, άσχημο και μπασμένο κοριτσάκι, είναι γαμιάρα. Από την άλλη, και οι συνάδελφοι του δεν πίστευαν πως ήταν αδιάφορος με την αρπαψώλα Βούλα.
Την άλλη μέρα, όπως κάθε πρωϊ, η Βούλα φέρνει τον καφέ στο γραφείο του Παντελή. «Για κλείσε την πόρτα, μωρή, να σε ρωτήσω κάτι… Είναι αλήθεια, όπως μου είπανε, ότι έχεις πολλούς γκόμενους…». Μετά τα απίστευτα που άκουσε από εκείνους που γνώριζαν από την καλή και την... ανάποδη την αντρόλαγνη Βούλα, να, και η ίδια η γραμματέας του που τον αιφνιδιάζει:.
- Είναι κακό να μ’ αρέσουν οι άνδρες, κύριε Παντελή; Αν δεν βγαίνω τώρα που είμαι ελεύθερη, πότε, οταν παντρευτώ;…, του κάνει τσαχπίνικα.
«Και ποιος θα σε πάρει, βρε σκατό, όταν λένε τόσα για σένα…» της σχολιάζει με χαμόγελο ο άνδρας.
- Πρώτον, δεν βιάζομαι να φορέσω στεφάνι. Και, δεύτερον, όλο και κάποιο κορόϊδο θα βρω. Να σας πω τι έπαθα το Σάββατο;
«Τι έπαθες;...»
- Πήγα με τους γονείς μου σ’ ένα γάμο και δεν έκανα ούτε μια γνωριμία… Όλοι οι άνδρες, στην εκκλησία και μετά στη δεξίωση, ήταν με τις γυναίκες τους κι εγώ δεν βρήκα ούτε μια ευκαιρία!
Ποτέ δεν είχε απατήσει την γυναίκα του ο Παντελής, ο παρθένος πριν αρραβωνιαστεί. Μια εβδομάδα πάλαιψε μέσα του, να απλώσει ή όχι χέρι στην Βούλα. Το αποφάσισε. Έγινε τόσο εύκολα! Σα να περίμενε το κορίτσι να κάνει την κίνησή του. Να της πιάσει το χέρι και τον κώλο.
Κάθε πρωϊ η Βούλα έφερνε το καφέ στον Παντελή, αλλά δεν έκλεινε απλά την πόρτα, την κλείδωνε κιόλας. Πρώτα ξάπλωνε στον καναπέ του γραφείου ο άνδρας, και σύμφωνα με το πρόγραμμα το κορίτσι έπαιρνε κάθε πρωτοβουλία. Ξεκούμπωνε το παντελόνι του και η πρώτη επαφή γινόταν με το πρόσωπό της ανάμεσα στα πόδια του.
Μετά από δυο ώρες, την ίδια ημέρα, ο Παντελής χρειαζόταν... δεύτερο καφέ από την πάντα πρόθυμη Βούλα, που αυτή τη φορά χωρίς σλιπάκι καθόταν επάνω στον Παντελή.
Ο Παντελής το αποφάσισε. Θα ζητήσει σε γάμο το κορίτσι που τον έχει κάνει ευτυχισμένο. Σαν άνδρα. Που τον έχει κάνει περήφανο άνδρα, με αυτοπεποίθηση, και πλέον βλέπει μ’ άλλο μάτι τη ζωή, τη δουλειά, τα πάντα.
Της το είπε. Θέλω να γίνεις γυναίκα μου, Βούλα.Θα χωρίσω την Πολυξένη. Να ζήσουμε μαζί.
Η Βούλα με πονηρό χαμόγελο, για μια φορά ακόμα τον αιφνιδίασε.
- Δεν ήρθε ο καιρός μου για γάμο. Εγώ, Παντελή, από σένα ήθελα αυτό, τίποτα άλλο…, του είπε πιάνοντας τα αχαμνά του.
Διαβάστε ακόμα: