ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΤΟΥ ΕΣΤΕΙΛΕ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΤΟΥ

 

ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΤΟΥ ΕΣΤΕΙΛΕ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΤΟΥ

Η πρώτη σκέψη μόλις την είδε ήταν να φύγει από το πάρτυ. Αν γνώριζε ότι θα βρισκόταν εδώ η μακρινή ξαδέλφη του, με τίποτα δεν θα ερχόταν, ακόμα και στο σπίτι του κολλητού του. Ποτέ στη ζωή του δεν έχει ανταλλάξει ούτε μια λέξη μαζί της. Δεν χρειαζόταν να την γνωρίσει για να διαπιστώσει τι σκατά ήτανε η οικογένεια της. Ο πατέρας του καταστράφηκε οικονομικά, ισοπεδώθηκε επιχειρηματικά, απ΄αυτό το κτήνος τον πατέρα της, τον θείο του.

Μία ώρα αργότερα, και αφού το μάτι του αρνιότανε να της ρίξει κι ένα φευγαλέο βλέμμα, χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε σιμά της, μ' ένα σωρό παιδιά καθισμένα μαζί στο πάτωμα. Ένα αδιόρατο, απρόβλεπτο ηλεκτρικό ρεύμα κάρφωσε το ρίγος στη ραχοκοκκαλιά του. Τι διάολο είναι τούτο;

Το αγόρι που καθόταν ανάμεσά τους, σ' αυτόν και την ξαδέλφη, κάποια στιγμή άρπαξε ένα κορίτσι και εξαφανίστηκαν για την ταράτσα. Μετα από τρία λεπτά, ξαφνικά, τρώει μια αδέσποτη σπρωξιά και βρίσκεται δίπλα της. Έξαψη είναι αυτή, ζάλη, δεν είναι σίγουρος, πάντως η καρδιά του κτυπάει πιο γρήγορα. Απίστευτο. Στα μάτια του μοιάζει όμορφη μια αληθινά άσχημη, αυτή η δεύτερη, τρίτη, τέταρτη ξαδέλφη του, ούτε που δεν ξέρει ποιά ακριβώς συγγένεια τον συνδέει μαζί της. Όμορφη; Όχι, ακριβώς. Μια άσχημη που την βλέπει συμπαθητική, γιατί όχι και ελκυστική.

Ελκυστική; Μαγνητική! Αν την ακουμπήσει, ακόμα και ανεπαίσθητα, θαρρεί πως τα χημικά υγρά μέσα του θα φτιάξουν εκρηκτικό μείγμα και θα τον μπουρλοτιάσουν. Δεν έχει δύναμη, καμία ενέργεια να σηκωθεί, να αποτραβηχτεί παράμερα. Η υπερδιέγερσή του τον έχει καθηλώσει.

Ακούει την ξαδέλφη, Βλασία στο όνομα, ποτέ δεν το έβαλε στο στόμα του, και τα λόγια της βαράνε στους νευρώνες του εγκεφάλου του. Μιλάει το κορίτσι με τους άλλους, όχι σ' αυτόν, αλλά η φωνή της συνεχώς χάνει τη δύναμη και γίνεται πιο θερμική στα αυτιά του.

Είναι 22 χρονών ο Ανδρέας και ξέρει πολύ καλά τι του συμβαίνει. Θυμήθηκε! Το έζησε στα 13 του χρόνια. Όλη τη γλύκα την ερωτική όταν άβγαλτος ακόμα έπιασε το χέρι μιας γειτόνισσας, πίσω από την πλάτη των γονιών του. Πρωτόγνωρη ηδονή τον είχε κυκλώσει ολόκληρο, με το άγγιγμα μονάχα της παλάμης του με το χέρι της γειτονοπούλας.

Μετά από δυόμισυ ώρες μίλησε πρώτη εκείνη. “Σου είναι εύκολο να με πετάξεις σπίτι μου;...”. Πήγαν σε μια ερημική ακρογιαλιά. Δεν μιλούσαν. Δεν είχαν τη δύναμη να αρθρώσουν λέξεις, προτάσεις. Και τι να πουν; Και στους δυο βαρούσαν τα όργανα μέσα τους, σεισμικά, ηφαιστειακά, τεκτονικά.

Αγκαλιάστηκαν. Ήταν η Εντολή που δόθηκε στα κορμιά τους. Τι κρίμα! Είναι αδέξιοι, εντελώς ασυντόνιστοι. Το πάθος τους είναι τυφλό, δεν τους φρενάρει, κι έτσι δεν ευλογείται το συνταίριασμά τους, οι προεξοχές τους του ενός δεν βρίσκουν δρόμο στις λακούβες τους της άλλης.

Το επόμενο βράδυ συναντήθηκαν στο ίδιο σημείο, εκεί όπου “απέτυχε” να “μιλήσει” η αμοιβαία τους έλξη. Βρέθηκαν γυμνοί μέσα στο νερό της θάλασσας, κι έτσι όπως είχαν κολλήσει τα κορμιά τους ήταν σίγουροι πως βρισκόντουσαν μέσα σε θερμαινόμενη πισίνα.