ΠΑΡΘΗΚΑΝ ΑΓΡΙΑ ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΜΙΑ ΩΡΑ ΠΡΙΝ...
Κάποιες στιγμές στη ζωή μας είναι θεϊκές. Αν ρωτήσεις τον άνδρα της ιστορίας μας πότε ένοιωσε την ιερότητα της ύπαρξης του, ότι δεν είσαι ζώο, ένα πλάσμα που δεν έχει κάτι άλλο στη σκέψη εκτός από το να βρει τροφή, να επιβιώσει, και να προστατευτεί, μην τον βλάψει άλλο θηρίο. Να, η απάντησή του.
- Δυο σταγόνες κρασί έβαλα στο στόμα κάποτε και ολόκληρο το Είναι μου μαγεύτηκε. Αισθάνθηκα κι εγώ ένας Θεός, ευτύχησα να δοκιμάσω το νέκταρ, μου έδωσε να πιω ένας φίλος οίνο παραγωγής του και ήταν ποτό των Ολύμπιων Θεών...
Αυτή ήταν η πιο ξεχωριστή, η πιο αποθεωτική στιγμή της 36χρονης ζωής του Ιάσωνα, που τούτη τη στιγμή με δυο μητέρες, περιμένει κι αυτός να παραλάβει τον γιο του από το σχολείο.
«Λυπάμαι...» άρχισε να λέει η δασκάλα του επώνυμου σχολείου, «...συνέβη ένα απρόοπτο γεγονός, κάθε άλλο παρά ευχάριστο και εκτάκτως ο διευθυντής θα ομιλήσει στα τα παιδιά, προβλέπω ότι θα είναι ελεύθερα μετά από μια ώρα...». Τα σκόρπια πηγαδάκια των γονέων μούδιασαν. Ο Ιάσωνας πρότεινε στις δύο κυρίες που για πρώτη φορά είχε πιάσει κουβέντα μαζί τους, να πάνε για καφέ.
Η μια κυρία σκέφθηκε να εκμεταλλευθεί την απρόβλεπτη καθυστέρηση, να προλάβει μια υποχρέωση της και αποχώρησε. Η άλλη, η 27χρονη Μαρίκα συμφώνησε να συνεχίσει την περί ανέμων και υδάτων κουβέντα με τον 36χρονο, με τον οποίον άλλωστε αισθανόταν αρκετά ευχάριστα. Τον βρήκε φιλικό, σα να την γνώριζε χρόνια και σίγουρα ούτε στιγμή της έδειξε ότι σκεπτόταν να εκμεταλλευτεί την περίσταση και να την φλερτάρει.
Καλομαθημένη από τους άνδρες η Μαρίκα. Την έχουν συνηθίσει να την «γδύνουν» με τα μάτια τους. Να την ερωτομπανίζουν με ματιές λες και ήθελαν να τρυπήσουν το φόρεμά της, να διεισδύσουν από την αρχή της χαράδρας στα βυζιά της μέχρι προς τα κάτω. Ο συνομιλητής της έχει μία συμπεριφορά τέλεια. Και μια οικειότητα εντός ορίων, ούτε καν να την ακουμπήσει "κατά λάθος", "αυθόρμητα", ενώ απέφυγε κάθε ροζ ματιά στα ευαίσθητα σημεία του σώματός της.
Ο αθεόφοβος δεν αιφνιδιάστηκε, ούτε υποκρίθηκε πως αιφνιδιάστηκε όταν η Μαρίκα με μισό χαμόγελο τον ρώτησε, μετά από 12 λεπτά στο καφέ. «Οι γυναίκες σε βλέπουν τόσο ελκυστικό, όπως εγώ;...».
- Και γιατί σ' ενδιαφέρει πως με βλέπουν οι γυναίκες;..., της ανταπόδωσε όλος ένα γκάρδιο χαμόγελο.
«Μ' ενδιαφέρει! Έχω τους λόγους μου...».
- Έχουμε χρόνο, μέχρι να πάρουμε τα παιδιά, να μου εξηγήσεις, ποιους λόγους έχεις..., της λέει με μια ανέμελη, ψεύτικη ματιά στο ρολόι του.
«Θα σου πω, λοιπόν, γιατί σε ρωτάω αν οι γυναίκες σε βρίσκουν ερωτικό, όπως εγώ. Αν, πράγματι, είσαι ο άνδρας που γοητεύεις, τότε δεν έχω πρόβλημα, αγαπητέ...».
-Α! Να ακούσω το πρόβλημά σου...
«Αν, όμως, οι γυναίκες σε περνάνε στο ντούκου...».
- Εννοείς αν είμαι αδιάφορος σεξουαλικά στις γυναίκες.
«Ναι! Αν συμβαίνει αυτό, τότε έχω πρόβλημα! Τότε πρέπει να ψαχτώ! Γιατί εγώ να πεταρίζω μέσα μου με σένα..., άρα...».
-Άρα;
«Είμαι ανικανοποίητη! Κι αν αισθάνομαι ικανοποιημένη, το ότι γυάλισε το μάτι μου με σένα, σημαίνει ότι βρίσκομαι σε ψευδαίσθηση. Σημαίνει ότι στην πραγματικότητα μου λείπει η καλή συντροφιά, ενώ είχα την εντύπωση πως ήμουν πλήρης...».
Η κουβέντα της είναι εντελώς «απενοχοποιημένη», κάθε άλλο παρά πονηρή. Και είναι φανερό ότι ενθουσιάζει και τους δύο η ελευθεριότητα στις ατάκες τους.
Ένας άλλος άνδρας σίγουρα θα θαρρούσε πως του κάνει καμάκι η Μαρίκα. Ο Ιάσων διατήρησε τον ανάλαφρο και ψυχαγωγικό τόνο στην επικοινωνία τους. Της λέει με ύφος... ακαδημαϊκό:
- Έχει λογική η ανάλυσή σου. Η αυτοψυχανάλυσή σου. Αναρωτιέσαι, γιατί με τραβάει αυτός ο άνδρας, η αυτού εξοχότητα μου, που για πρώτη φορά μίλησα μαζί του. Αν είναι ένας χαρισματικός Δον Ζουάν, μικρό το κακό. Αν, όμως, δεν αρέσει στις γυναίκες, ενώ σε μένα κάτι μου «λέει», τότε έχω πρόβλημα...
«Λοιπόν;» τον διακόπτει.
-Λοιπόν, τι;
«Πώς με βλέπεις εσύ...».
- Δεν σε βλέπω.
«Τι θα πει δεν με βλέπεις...».
- Σε φαντασιώνομαι, άλλο αυτό.
«Με φαντασιώνεσαι. Καλό αυτό. Πώς, όμως, χωρίς να με... βλέπεις! Τι είδους φαντασίωση είναι αυτή;».
- Σε βλέπω, αλλά σε φαντάζομαι χωρίς να βλέπω το κορμί σου, το στήθος του, τη μέση σου, τους μηρούς σου... Φαντασιώνομαι αυτά που κάνουμε, εγώ κι εσύ, και οι σκηνές που μου έρχονται δεν έχουν σχέση αν η επιδερμίδα σου είναι τραγανή, ούτε ποιο είναι το σχήμα των γλουτών σου... Φαντασιώνομαι την αναπνοή σου, να την ακούω, να με ντοπάρει... Φαντασιώνομαι τον τρόπο που αφήνεσαι στο κενό, όσο εγώ...
«...Όσο εσύ...».
- Όσο εγώ κι εσύ...
Η Μαρίκα έχει υγρανθεί όταν διέκοψε τη φαντασίωση το κορίτσι του μαγαζιού... «Να με πληρώσετε, αν έχετε την καλοσύνη, πρέπει να παραδώσω στον συνάδελφο». Απότομη αλλαγή σκηνικού, μετά την παρένθεση της γκαρσόνας.
- Είσαι παντρεμένη, Μαρίκα;
«Είμαι και ήμουν...».
- Είσαι ή ήσουνα;
«Και ήμουνα παντρεμένη με τον πρώτο σύζυγο και είμαι με τον δεύτερο...».
- Είσαι γρήγορη.
«Να το καταλάβω...».
- ... Δεν είναι δύσκολο. Πρόλαβες να παντρευτείς και να ξαναπαντρευτείς στην ηλικία σου. Δυο γάμους, ένα διαζύγιο...
«...Και τρία παιδιά ο λογαριασμός μου».
-Επικίνδυνο!
«Ποιο πάλι!».
- Αφού ξαναπαντρεύτηκες, μήπως το ξανακάνεις...
«... Να ξαναπαντρευτώ; Θα χρειαστεί προηγουμένως να χωρίσω...».
- Αφού χώρισες μια, παίζεται να το ξανακάνεις.
«Ούτε που το σκέπτομαι. Ούτε που το θέλω!».
-Καλό.
«Εσύ; Απατάς την γυναίκα σου;».
-Ποτέ! Ούτε την προδίδω, ούτε την κοροϊδεύω κάθε φορά που πάω μ' άλλην.
«Δεν το έπιασα αυτό... Πώς το εννοείς;».
- Δεν το εννοώ. Γιατί να εννοήσω ως απιστία κάτι που δεν έχει σχέση με πίστη. Παραμένω ερωτευμένος και αφοσιωμένος στην γυναίκα μου. Αν θα κάνω σεξ μαζί σου δεν επηρεάζει τα αισθήματά μου για την γυναίκα μου.
«Αν θα το μάθει, όμως;».
- Δεν θα το μάθει ποτέ.
«Αν το μάθει...».
- Θα με συγχωρήσει, χωρίς να προσπαθήσω να της εξηγήσω τίποτα, να της αραδιάσω δικαιολογίες. Ξέρει ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της μέχρι θάνατο. Αυτή είναι η ευτυχία της. Ότι ξέρει πως αν πάω με άλλη δεν θα συμβεί αυτό γιατί την απάτησα, γιατί αλλαξοπίστησα, ότι αγαπώ την άλλη.
Η Μαρίκα έχει ερεθιστεί μέχρι τα νύχια. Σαν υπνωτισμένη σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τις τουαλέτες. Την ακολούθησε ο άνδρας κοζάροντας ερευνητικά το χώρο, δεξιά, αριστερά. Όταν βρέθηκαν μόνοι τους κόλλησαν σαν τον μαγνήτη πάνω σε μέταλλο. Το μάτι του άνδρα είδε στο βάθος μια στενή και πολύ απότομη ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σ' ένα πρόχειρο πατάρι. Την έσυρε από το χέρι και ανέβηκαν σε μια χαμηλοτάβανη αποθηκούλα. Ο Δίας και η Σεμέλη ένοιωσαν τους αναστεναγμούς τους.
Διαβάστε ακόμα: