ΒΡΗΚΕ ΤΟΝ ΙΔΑΝΙΚΟ ΕΡΑΣΤΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΗΣ
Εδώ και εβδομάδες η Υβόννη γυρόφερνε τη σκέψη της σ' αυτό που την βασάνιζε καθώς το μάτι της ήταν πάλι καρφωμένο στη βεράντα του γείτονα. Ένας στην πραγματικότητα άγνωστος άνδρας, λιγότερο από 40 χρονών, με τον οποίο δεν είχε ποτέ κάτι περισσότερο από μία καλημέρα, άντε να χαιρετήθηκαν κάποιες φορές από τότε που εκείνος νοίκιασε το διαμέρισμα απέναντι της, πριν από δύο χρόνια περίπου.
Ζωντοχήρα, σαρανταπεντάρα η Υβόννη θεωρεί ότι ο Θεός την καταράστηκε για όσα έκανε στη ζωή της πριν παντρευτεί, πριν γεννήσει. Γι' αυτό και αποδέχθηκε την τιμωρία της, γι' αυτό κουβαλάει το Γολγοθά της, την 25χρονη κόρη της, που είναι προβληματική, ελαττωματική, δυσκολεύεται να αρθρώσει μία πλήρη πρόταση, ένα κορίτσι ανίκανο να φτιάξει μόνη της προσωπική ζωή.
Η Μαρίνα είναι η ουρά της μάνας της. Αυτό θα πει ο καθένας όταν τις συναντήσει στο δρόμο, στην εκκλησία, στο σούπερμάρκετ. Μάνα και κόρη είναι ένας άνθρωπος, κάτι περισσότερο από δίδυμο.
Ο γείτονας πάλι με καινούργια γκόμενα! Παρατηρεί η Υβόννη φουμάροντας το τσιγάρο της, Σάββατο απομεσήμερο. Κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα, τόσο συχνά, ο άνδρας είναι στο σπίτι του με διαφορετικό κορίτσι. Σοβαρός άνθρωπος, σε καμία περίπτωση ενοχλητικός γείτονας, δεν δίνει κανένα δικαίωμα για κάθε σχόλιο. Έρχεται και φεύγει, λες και είναι πελάτης σε ξενοδοχείο. Ποιος ξέρει τι να επαγγέλλεται.
Μετά από λίγες ημέρες, όταν πια η Υβόννη έχει πάρει τις αποφάσεις της, σε μία τυχαία συνάντησή τους, λίγα μέτρα από τα σπίτια τους, τον κάλεσε για καφέ. “Να γνωριστούμε, αν δεν έχετε αντίρρηση, είμαστε τόσο καιρό γείτονες...”. Ο άνδρας, ευγενέστατος, συμφώνησε, μάλιστα πρόσθεσε πως ήταν δική του παράλειψή που δεν είχε πάρει έως σήμερα τη σχετική πρωτοβουλία.
Πρώτη γνώμη της γυναίκας ότι πρόκειται για αξιοπρεπή άνθρωπο. Προσγειωμένο. Σχεδόν του ζήτησε να την καλέσει για καφέ στο σπίτι του. Το κανονίσανε για μεθαύριο.
Χωρίς προλόγους και περιστροφές, όταν ήρθε η στιγμή η Υβόνη μίλησε στον Γκίκα, αυτό είναι το όνομα του γείτονα. “Είμαι μια γυναίκα μόνη...”.
- ... Και ελκυστική, συμπληρώνει ο άνδρας με μία υποψία διακριτικού χαμόγελου, στα όρια του τζέντλεμαν, χωρίς διάθεση (ακόμα;) να της δείξει ότι την φλερτάρει.
“Ευχαριστώ, για τον καλό σου λόγο...” του λέει χωρίς διάθεση να σταθεί στο κομπλιμάν. Είναι συγκεντρωμένη σ' αυτό που θέλει να του πει.
- Έχω απέναντί μου μία γυναίκα γοητευτική, απλά της το υπενθυμίζω..., συνεχίζει αυτός στον ίδιο τόνο.
“Θέλω να σου μιλήσω για την Μαρίνα, την κόρη μου. Είναι η ζωή μου. Δεν έχει νόημα η ύπαρξή μου παρά μόνο η αγάπη μου γι' αυτό το παιδί, που γεννήθηκε έτσι..., να μη μπορεί να χαρεί τα νειάτα της, την ομορφιά της, τη ζωή της...”.
Ο Γκίκας σιωπά. Περισσότερο το ύφος της γειτόνισσας παρά τα ίδια της τα λόγια έφτιαξαν μια ατμόσφαιρα εξομολογητηρίου. Μία μάνα βγάζει τα εσώψυχα της για το παιδί της.
“Δεν σε γνωρίζω, Γκίκα. Φαντάζομαι, το ελπίζω να 'σαι αξιόπιστο άτομο, δεν πρέπει να πέφτω έξω. Γι' αυτό σου ανοίγω την καρδιά μου, βγάζω τον πόνο της ψυχής μου... Η Μαρίνα μου έφθασε τα 25 και δεν την έχει ακουμπήσει άνδρας... Γιατί να μην το αξίζει; Να αισθανθεί κι αυτή γυναίκα πραγματική...”.
Ο Γκίκας το 'χε σίγουρο ότι η λαχταριστή, η ζουμερή χήρα θα πέρναγε από το κρεβάτι του. Τώρα νοιώθει ένα θαυμασμό γι' αυτή την γυναίκα που έχει αυτοκαταργήσει τη ζωή της και όλη η αγωνία της είναι η κόρη της. Δεν έχει να πει κάτι, η σιωπή του δίνει κουράγιο στην γειτόνισσά.
“Θαρρώ δεν είναι παράλογο να ζητάω να κάνει έρωτα η κόρη μου με άνδρα που σέβεται τον εαυτό του. Από κάποιον που δεν είναι πεινασμένος σεξουαλικά, άρα γνωρίζει να φερθεί όπως ταιριάζει σε μία άβγαλτη, τόσο ευαίσθητη κοπέλλα, την Μαρίνα μου...
Είναι μόνοι τους, στο καναπέ του σαλονιού του. Η καθυστερημένη πνευματικά 25χρονη πάντα με το κεφάλι σκυφτό, κι ένα μικρό χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στο στόμα. “Ναι...” και “Όχι...” βγαίνουν μονάχα από το στόμα της. Είναι όμορφη, μια καθαρή, αγνή, αμεταχείριστη ομορφιά στο πρόσωπο, μια λευκότητα στην επιδερμίδα και μια μυρουδιά λουλουδιού και φρούτου. Πιάνει το χέρι της ο Γκίκας, και η Μαρίνα που δυσκολεύεται να αντιληφθεί αμέσως τι λέει ο άλλος, κοκκινίζει γιατί η χειρονομία του άνδρα την κάνει τρισευτυχισμένη.
- Μαρίνα, ξέρεις γιατί σου έπιασα το χέρι;
“Όχι...”.
- Επειδή θέλω να σου πιάσω το χέρι..., κι αυτό μ' αρέσει. Εσένα;
“Ναι...”.
Της χαϊδεύει τα μαλλιά, κατάμαυρα, πυκνά, γεμάτα υγεία και γυαλάδα.
- Σ' αρέσει;
“Η μαμά μου είπε να κάνω ό,τι θέλεις..., εσύ ξέρεις, εγώ δεν ξέρω...”.
Της χάιδεψε το μάγουλο.
-Μαρίνα, δεν ήταν ωραίο αυτό που είπες. Θέλω να κάνεις μόνο ό,τι αρέσει σ' εσένα..., κατάλαβες; Όχι επειδή στο ζήτησε η Υβόννη, όπως εγώ, φιλώ το χέρι σου, γιατί το θέλω εγώ...
Ένα μικρό ψέμα της είπε. Ότι αυτός ήταν πουεπιθυμούσε να βρεθούν μαζί, άνδρας και γυναίκα, κανονική γυναίκα, όχι μια ζαβή, και σε αθεράπευτο βαθμό δυσλεξική, όπως εκείνη. Μια κοπέλλα που η ζωή της όλη εξαρτάται αποκλειστικά από την μάνα της, γιατί χωρίς αυτήν είναι αδύνατη η δική της επιβίωση.
Η 45χρονη μητέρα της είπε στην κόρη ότι έχει κι αυτή το δικαίωμα να γνωρίσει τη χαρά του έρωτα. Την ηδονή της σωματικής επαφής με άνδρα. Και γι' αυτό εκείνη συμφώνησε στην πρόταση του γείτονα να την γνωρίσει. Οι τρεις τους βγήκαν σε ταβέρνα και μετά η Υβόννη δασκάλεψε την κόρη της πως να φερθεί όταν θα 'ναι μόνη με τον γείτονα. Ό, τι κι αν της ζητήσει αυτή να το δεχθεί, να μην αντισταθεί.
“Θέλει εμένα αυτός που έχει τόσες;...» απόρησε η Μαρίνα στην μητέρα της.
- Για σκέψου! Ένας άνδρας που έχει πάει με πολλές γυναίκες, θέλει και εσένα. Γιατί σε βλέπει σαν και τις άλλες, επειδή δεν έχεις να ζηλέψεις τίποτα, επειδή μπορείς να τον ικανοποιήσεις, κι εσύ να το ευχαριστηθείς.
- Μαρίνα, να σε φιλήσω;..., την ρωτάει τρυφερά.
“Ναι...”.
- Το θέλεις, όπως εγώ;
“Ναι...”.
Έφερε τα χείλη του πρώτα στα μάτια της, μετά αργά, απαλά στα δικά της χείλη και το χέρι του δειλά, ανιχνευτικά πλησίασε στο στήθος της. Απίστευτο. Δεν τον ξεγελάει το σουτιέν της, στήθος πλούσιο, όμως τόσο στητό, και χυμώδες. Την σήκωσε όρθια και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Μαγεία. Μαγική επαφή. Πρωτόγνωρη γι' αυτόν. Ένοιωσε νάνος ή γίγαντας που για πρώτη φορά στη ζωή του δοκίμασε παπούτσι να ταιριάζει με τη μία στο πόδι του.
Για μια περίπου ώρα της μιλούσε για διάφορα θέματα. Κι εκείνη όλο και αισθανόταν περισσότερο απελευθερωμένη, μάλιστα άρχισε να τον κυττάζει κατάματα. Μετά από δύο ώρες την οδήγησε στο σπίτι της, ούτε δέκα μέτρα απόσταση από το δικό του.
Η αγωνία της Υβόννης την έχει κάνει κομμάτια. Τι να συνέβαινε στις δύο ώρες που ήταν οι δυο τους, μήπως στράβωσε κάτι; Άνοιξε την πόρτα και μισόκλεισε τα μάτια από ένα κύμα ανακούφισης όταν διάβασε το πρόσωπο της κόρης της. Όλα είχαν πάει καλά, την αγκάλιασε.
- Θες να κοιμηθείς ή θα μου πεις κάτι..., πώς τα πέρασες.
Η ευτυχία δεν κρυβόταν από την Μαρίνα. Η μάνα έκανε το σταυρό της. “Λοιπόν; Μίλησέ μου, κόρη μου...”.
Το κορίτσι τα είπε όλα. Με κάθε λεπτομέρεια. Ότι ο γείτονας ήταν πολύ καλός μαζί της, της είπε όμορφα λόγια, της έπιασε το χέρι, ακόμα την πήρε και στην αγκαλιά του... “Και μετά;...”. Μια περίεργη, ανεξήγητη απογοήτευση κατέλαβε την μάνα, που άρχισε να την παραλύει όταν πληροφορήθηκε από την κόρη ότι δεν υπήρξε... “μετά”. Κι όμως, μετά το ''ραντεβού'' με τον γείτονα η Μαρίνα επέστρεψε άλλος άνθρωπος!
Είπε στην κόρη της να πέσει να κοιμηθεί, η ίδια ότι θα βγει για λίγο. Η Υβόννη δεν κρατιόταν. Ήθελε να μάθει και απ' αυτόν τι έγινε. Του τηλεφώνησε απ' έξω. “Μπορώ να σε δω;”. Της απάντησε ευγενικά, με κατανόηση για την αγωνία της ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, κι αυτό έφερε την ανησυχία της μάνας στο κόκκινο. Επέμενε να τον δει, στο σπίτι του, εκεί θα μπορούσαν να τα πουν καλύτερα. “Σε έξι λεπτά κτυπάω το κουδούνι σου”.
Της είπε ότι όλα κύλησαν περίφημα, ούτε ο ίδιος το περίμενε ότι θα τα περνούσε τόσο ευχάριστα με την κόρη της. ''Συγγνώμην, που δεν ήθελα να συναντηθούμε τέτοια ώρα, καταλαβαίνεις, σαν άνδρας... ''. Δεν ήθελε να της πει ότι ένοιωθε ενοχλήσεις στους όρχεις του, πόνους, διότι δεν λειτούργησε σεξουαλικά, διότι περιορίστηκε μόνο στα φιλιά και τα χάδια. ''Με την Μαρίνα δεν προχώρησα, το απέφυγα, γιατί δεν την αισθανόμουν απολύτως έτοιμη, όσο κι αν εγώ το ήθελα...”.
Η έμπειρη γυναίκα ηρέμησε. Η απόφαση της να τον επιλέξει επιβήτορα της κόρης της ήταν ιδανική. Ο Γκίκας δεν όρμησε πεινασμένος αρσενικός στην Μαρίνα, περίμενε πρώτα να γίνει κι αυτή πιο ενεργητική, και ήλπιζε να συμβεί αυτό την επόμενη φορά. Και τώρα εκείνος υποφέρει, σκέπτεται η Υβόννη, τα γεννητικά του όργανα θα διαμαρτύρονται, θα τον πονάνε.
Ήξερε ότι την ήθελε, της το είχε δείξει. Η Υβόννη σηκώθηκε αποφασισμένη να τον αποζημιώσει, του άξιζε. Έσβησε το φως και τον πλησίασε αρχίζοντας να βγάζει τα ρούχα της.
Ο Γκίκας δεν ξανάφερε στο σπίτι του άλλη γυναίκα. Η Μαρίνα ήταν η γυναίκα που τον κάλυπτε ολοκληρωτικά. Και πρώτα απ' όλα, πάνω απ' όλα ήταν η αγκαλιά του. Το καλύτερο μαξιλάρι του η κοιλιά της, το αιδοίο της, η μέση της, τα οπίσθια της. Ήταν η γυναίκα μόνο γι' αυτόν. Που μετά την υπερένταση στη δουλειά ηρεμούσε, ταξίδευε τις σκέψεις του χωρίς μποφώρ σε μια απεραντοσύνη, του χάριζε ευδαιμονία. Αν πήγαινε μ' άλλη θαρρούσε πως θα δηλητηρίαζε, ό,τι εισέπραττε από την Μαρίνα.
Μετά από λίγες εβδομάδες η Υβόνη έβαλε τα κλάματα. Δάκρυα ασταμάτητα. Όταν ο Γκίκας της ζήτησε να παντρευτεί την κόρη της.
Διαβάστε ακόμα: