0 ΠΙΟ ΓΛΥΚΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΚΛΗΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
Ένα χέρι από πίσω την γραπώνει σφικτά, τόσο δυνατά που πόνεσε στο μπράτσο της, και την αποτραβά στη γωνιά του διαδρόμου. Ήταν αυτός, ο Αλκίνοος. Τα άλλα παιδιά, κορίτσια και αγόρια, συνέχισαν το δρόμο τους, εκείνη βρέθηκε μόνη, μαζί του. Την καρφώνει επιθετικά, επάνω στα μάτια της ολόκληρος θαρρεί να έχει πέσει. Την τρομάζει ο τρόπος του αλλά και της κρυφοαρέσει.
- Τι θες πάλι…, τον ρωτάει με θυμό.
''Ρωτάς τι θέλω! Να σε αυτώσω, αυτό θέλω...''.
- Είσαι αλήτης. Ντροπή σου. Λίγο μ’ ενδιαφέρει η χυδαιότητά σου, όμως δεν σου επιτρέπω να μιλάς έτσι σ’ εμένα. Και τώρα παράτε με…
Το κορίτσι, πραγματικά αιφνιδιασμένο από την απρόσμενη συμπεριφορά του, κάνει να απομακρυνθεί.
«Δεν πας πουθενά!...» της κόβει το δρόμο.
- Φύγε από μπροστά μου…, δεν μπορώ να σ’ ακούω να λες ότι θες να με…
«Να σε πηδήξω, ναι, αυτό, όχι κάτι άλλο… Πως αλλοιώς να στο πω; Δεν έχω άλλες λέξεις, έτσι μ’ αρέσει να στο λέω, να σε πάρω στην αγκαλιά μου γιατί το γουστάρω, γιατί κι εσύ θα το γουστάρεις. Κι εσύ η μυξοπαρθένα...».
- Είσαι απάισιος, ένας ελεεινός είσαι…, του λέει εκτός εαυτού η Αννούλα και προσπαθεί πάλι να ξεφύγει από την επιτήρησή του.
Αυτός βουτάει απότομα το χέρι της και με βία την σέρνει μέχρι μια πόρτα κλειστή. “Άκου, Αννούλα! Στις 7 θα με βρεις εδώ μέσα με την Κοραλία. Αν θέλεις να μας δεις χωρίς η φιλενάδα σου να σ’ αντιληφθεί, μπορείς να μας κρυφοκοιτάς απ’ εκεί υψηλά..., έλα να σου δείξω!”.
Εδώ και χρόνια οι Αντωνιάδηδες, μια από τις ισχυρές οικογένειες της χώρας, τέτοιες μέρες, έχουν την ετήσια γιορτή τους. Οι επίλεκτοι προσκεκλημένοι, όχι περισσότεροι από 20, φιλοξενούνται για ένα τριήμερο στην απέραντη βίλα. Όπως πέρυσι, έτσι και φέτος ανάμεσα στους επισκέπτες οι γονείς του Αλκίνοου και της Αννούλας.
Έτρεξε κατ’ ευθείαν στο δωμάτιο της η Αννούλα. Χριστέ μου, τι φρικτό ήταν αυτό που πέρασε, σχεδόν έτρεμε ολόκληρη από την ταραχή της. Πρώτη φορά έβλεπε το κατάλευκο στήθος της να τραμπαλίζεται, τόσο την είχε σοκάρει αυτός ο τζιτζιφιόγκος. Αλήθεια, τι του βρίσκουν τα άλλα κορίτσια; Να αρέσουν έναν κακότροπο γκόμενο. Και πέρυσι ο Αλκίνοος, βέβαια όχι πρόστυχα όπως φέτος, είχε δείξει ότι την θέλει. Τα έφτιαξε μαζί του η Κοραλία; Δεν το πιστεύω! Να φέρθηκε και στην κολλητή της το ίδιο άθλια όπως σ’ εκείνη; Ψέματα μου είπε ότι θα την συναντήσει στο πονηρό. Εύκολο να το διαπιστώσω.
Επτά λεπτά μετά τις 7 η Αννούλα από την αντίθετη πλευρά του απομονωμένου οικήματος που της είχε υποδείξει ο Αντίνοος κατευθύνθηκε στο συγκεκριμένο σημείο. Ανέβηκε αθόρυβα τη σκάλα και στάθηκε πίσω από το μικρό παράθυρο του ορόφου, να βλέπει άνετα το δωμάτιο στο ισόγειο, όπου επρόκειτο να βρεθούν ο Αλκίνοος και η Κοραλία. Τους είδε, ήταν εκεί, σ’ ένα καναπέ, αγκαλιασμένοι.
Περίεργο! Πολύ περίεργο!!! Το αγόρι χαϊδεύει τρυφερά την φιλενάδα της. Την φιλάει γλυκά στα μαλλιά και μετά, αργά, διακριτικά, της αφαιρεί τα ρούχα. Ο Αλκίνοος, αυτό το τέρας, και η Κοραλία είναι θεόγυμνοι, το στόμα τους και τα χέρια τους ταξιδεύουν στο κορμί του άλλου, λες να αναπαριστάνουν εικόνες από αποσπάσματα ερωτικού ποιήματος σπουδαίου λογοτέχνη της ρομαντικής περιόδου. Μια θερμότητα τυλίγει το σώμα της Αννούλας και αισθάνεται μέσα της κάποια πρωτοφανέρωτα καλέσματα, στα οποία είναι αδύνατον να αντισταθεί.
Αυτόν τον βάρβαρο, τον ωμό, τον κυνικό που ακραία ανήθικα της ζήτησε να πάει μαζί του, τον αντικρύζει να συμπεριφέρεται σαν ουράνιος εραστής και με τα ακροδάκτυλα του να θωπεύει μαστορικά κάθε γωνιά στο γυμνό κορμί της φίλης της, κι εκείνη βρίσκεται σε έκσταση ηδονική, παραδομένη ολοκληρωτικά, ξαπλωμένη στο μαγικό χαλί του αφροδισιακού ευδαιμονισμού.
Δεν αντέχει άλλο η Αννούλα. Μια ζαλάδα(:) την έχει πάρει και δεν ξέρει που την πάει. Αισθάνεται περίεργα, μπερδεμένη. Βλέπει τον Αντίνοο να μπαίνει μέσα στην Κοραλία και φτάνουν μέχρι τα αυτιά της οι αναστεναγμοί της υπέρτατης ικανοποίησης της φιλενάδας της. Τράβηξε το δεξί χέρι από μπροστά της και το αριστερό από το στήθος της. Προσπαθεί να ανασηκωθεί, στηρίζεται στον τοίχο, να μην παραπατήσει.
Μετά από δυο ώρες η ''νεολαία'' των φιλοξενούμενων βρίσκεται στην τραπεζαρία, για το δείπνο. Δεν της έριξε ούτε ένα βλέμμα. Όσες φορές τον κλεφτοκοίταζε, εκείνος ήτανε αλλού. Μετά, οι παρέες σκορπίστηκαν. Κάποια στιγμή, έξω στην αυλή τον βρίσκει απέναντι της. Πάλι προκλητικός! Μα, πως τολμάει να 'ναι το ίδιο αγενέστατος! «Μας είδες;...» την ρωτάει ξεδιάντροπα.
- Δεν καταλαβαίνω τι λες. Άσε με ήσυχη.
«Εσύ έχασες αν δεν μας έκανες μπαντιστήρι...». Και αμέσως μετά, σ’ άλλο τόνο της προτείνει να περπατήσουν για λίγο.
- Για ποιο λόγο; Δεν έχω καμία δουλειά με σένα....
«Ξέρεις για ποιο λόγο, να σε..., οκέυ, δεν ξαναβάζω κακές λέξεις στο βρωμόστομά μου...».
- Είσαι αδιόρθωτος…
Το αγόρι αρπάζει το χέρι της και την παρασύρει στο σκοτάδι, προς το μίνι ζωολογικό κήπο της έπαυλης.
- Μη με τραβάς, τι θέλεις από μένα…, διαμαρτύρεται το κορίτσι.
Στο σημείο που έχουν φθάσει δεν τους βλέπει κανείς, ούτε κι αυτοί μπορούν να δουν κάποιον. Την αγκαλιάζει βίαια. «Τι θέλω από σένα; Εσένα! Ολόκληρη». Όταν τα χείλη του ακούμπησαν το λαιμό της, τα μάγουλά της, η Αννούλα χαλάρωσε στην αγκαλιά του.
Διαβάστε ακόμα: