Η ΑΣΧΗΜΙΑ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ... ΛΑΙΔΗ
Ο άνδρας γυμνός επάνω στο γυμνό κορμί της. Εκείνη έχει αφήσει τον εαυτό της ακίνητο, με χέρια απλωμένα ώστε να μη ξεγελαστεί και τον ακολουθήσει σ’ αυτό το γελοίο παιχνίδι. Στη ψυχρότητα που συμβαίνει. Αυτή, λοιπόν, είναι η ομορφιά, το μεθύσι που γνώρισε μαζί του; Πώς μπόρεσε τότε κι έκλεινε τα μάτια κι έκανε τα ίδια κι εκείνη, παίρνοντας μέρος στον ηλίθιο αυτό χορό του σώματος. Μα, τι είναι τούτο που γίνεται επάνω στο κορμί μου;
Άξιζε τάχα αυτή η ξέφρενη κίνηση του φαλλού, που προσπαθεί σα λυσσασμένος να φθάσει στο ζενίθ του οργασμού, να αφήσει τελικά το σπέρμα του στο βάθος της κοιλιάς της. Κι έπειτα; Όχι, δεν δέχεται αυτή τη διαδικασία σαν τη βάση του θείου έρωτα. Ότι αυτή είναι η πηγή της πιο τέλειας ομορφιάς της ζωής, του αισθήματος που τραγουδήθηκε απ’ όλα τα στόματα, σ’ όλες τις εποχές της γης.
Αναρωτιότανε αν τούτο το γελοίο πηγαινέλα των ανδρικών γοφών δημιουργεί το ιδανικό του έρωτα. Ω, τι τρομερό! Έχει δίκαιο ο Μωπασάν που θεωρούσε τον έρωτα μια ταπεινωτική κατάπτωση του ανθρώπου. Μα, τι έξαρση μπορούσε να δώσει στην ψυχή τούτο το κομμάτι του άνδρα που έμπαινε μέσα της για να γίνει έπειτα μικρό, ένα συχαμερό, ένα αηδιαστικό πραγματάκι.
Γιατί αυτή η φάρσα του Δημιουργού; Θα μπορούσε να γινόταν αλλοιώς, μια πράξη αντάξια στο ανθρώπινο πνεύμα, με αξιοπρέπεια και ομορφιά. Τη στιγμή της επαφής των δύο φύλων να εξυψώνεται το πνεύμα αντί να νικιέται, να ταπεινώνεται μπροστά στο σώμα. Είναι, λοιπόν, τόσο ζώο ο άνθρωπος;
Ο άντρας τελείωσε γρήγορα, τραβήχτηκε απότομα. Αυτή η γρήγορη εγκατάλειψη, η οριστική, που έκοβε στη μέση την επαφή τους, της κακοφάνηκε. Έκλαιγε. Αισθανόταν ένα μηδαμινό πράμα, ένα τίποτα, ξένο με τη ζωή. Καταλάβαινε ότι όλη αυτή η ασχήμια της σεξουαλικής πράξης δεν ήταν παρά η αλήθεια η αναλλοίωτη μιας ζωής που άρχισε από τον Αδάμ και την Εύα.
Έκλαιγε. Δεν ήθελε να του πει για την ασχήμια που όρμησε στη ψυχή της, και την πλημμύρισε με πίκρα, με αηδία (Στη φώτο από την ταινία στο σινεμά).
(Το κείμενο δεν είναι του αποδυτηριάκια. Διαβάσατε απόσπασμα από το περιβόητο βιβλίο Ντ. Χ.Λώρενς «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ». Η Κονστάνς, η λαίδη κάνει τούτες τις σκέψεις, όσο είναι μέσα της ο εραστής της, όμως είναι σκέψεις που στη συνέχεια τις εγκατέλειψε ολότελα, διότι μαζί του γευόταν πια με το παραπάνω τις χαρές του έρωτά.
Ο Ντ. Λώρενς γεννήθηκε Σεπτέμβριο του1885 και πέθανε Μάρτιο του 1930. Στη σελίδα μας υπάρχει το κείμενο Α, ΡΕ, ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΕΓΩ Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΙΔΗΣ.)
Διαβάστε ακόμα: