Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΟΛΗ ΣΗΜΑΔΕΥΤΗΚΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ...
Αληθινή ιστορία, μοιάζει φανταστική και προσφέρεται για σενάριο στο σινεμά με την υπογραφή κουλτουριάρη συγγραφέα. Κάπου έξω από το Βόλο, σ' ένα χωριό, λίγο μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Ο ενιάχρονος Σωτηράκης, διαβολόπαιδο από κούνια, μισοριξιά, με έξυπνα μάτια και κατσαρά μαλλιά, έτσι ξαφνικά δίνει μία και χώνεται κάτω από το πάπλωμα της εικοσάχρονης θείας του, της Χρυσούλας. Ούτε ο ίδιος κατάλαβε γιατί διέπραξε τούτη την αποκοτιά.
Όποτε το αναθυμόταν μετά από χρόνια ο Σωτήρης προσπαθούσε πάντα να δώσει την εξήγηση. Γιατί όρμησε κάτω από τη θέρμη του σκεπάσματος και του σώματος της Χρυσούλας, χωρίς βέβαια εκείνη να τον καλέσει σιμά της. Γιατί έκανε τη θρασύτατη βουτιά και κόλλησε στις γάμπες της Χρυσούλας. Επειδή, ίσως, την είχε τρακάρει να κοιμάται απομεσημεριάτικα ένα μήνα πριν... Το σεντόνι είχε αποτραβηχτεί από το στήθος της και το άνοιγμα του νυχτικού αποκάλυπτε σχεδόν και τα δυο της βυζιά. Ο Σωτήρης είχε καρφώσει τα μάτια σ' αυτή τη ζωντανή ζωγραφιά μπροστά του και δεν έλεγε να απομακρυνθεί από την θειά του. Κάθε μέρα η σκέψη του έκανε παρέα μ' αυτή τη σκηνή, τους στητούς βύζους της μικρότερης αδελφής της μάνας του.
Ναι, εκείνο το μπάνισμα στην Χρυσούλα πρέπει να έσπρωξε θαρεττά να φωλιάσει ανάμεσα στο κορμί της ο αδυνατούλης και κοντούλης ανηψιός. Και τι περίεργο! Εκείνη δεν τον κακολόγησε ποτέ γι' αυτό. Και όσο τα δυο τους κορμιά ήταν ένα, του συμπεριφέρθηκε λες κι αυτός δεν παιχνίδιζε μαζί της σαν ένα άβγαλτο πιτσιρίκι.
Γιατί, αλήθεια, η Χρυσούλα δεν με διώχνει από κοντά της, σκέφθηκε ο πιτσιρίκος. Και γιατί δεν παίρνει στα αστεία τη χοντράδα μου; Μετά από δυο - τρία λεπτά σκέτη βεντούζα στην μικρή θεία του ο Σώτος αισθάνεται μια ζέστα, μια γλυκειά κάψα κάπου στην πλάτη του. Ω!!! Είναι το πράμα της. Πω, πω, πω, το απόκρυφο της καίει επάνω του, τον φλογίζει ακριβώς στο σημείο της πλάτης του όπου ακουμπά το χνουδωτό της.
Το αγόρι παραμένει ακίνητο. Είναι σε αμηχανία. Τον έχει προβληματίσει η σιωπή, η απραξία της Χρυσούλας. Στρέφει απότομα το κορμάκι του και απλώνει τα χέρια στα πόδια της, τα κρυούλικα, που έχουν ανάγκη από τρίψιμο. Όπως βρέθηκε ο Σωτηράκης κατά πρόσωπο με το πράμα της θείας του, δέχεται τις θερμικές του ακτινοβολίες. Αναρωτήθηκε μπας έχει πυρετό η κοπέλλα; Χώνει το αριστερό χέρι ανάμεσα στα μπούτια της... Σίγουρα η Χρυσούλα πρέπει να έχει μια δεύτερη καρδιά κάτω από το βρακί της... Τι άλλο να ‘ναι το ρυθμικό και άηχο τικ-τακ που ο ανήλικος αισθάνεται, ένα ολόθερμο φούσκωμα - ξεφούσκωμα στο πιο ευαίσθητο σημείο της παρθένας.
Η παλάμη της Χρυσούλας γίνεται σκουφί ευλογίας στο κεφάλι του ανηψιού. Ναι, τον είχε αποδεχθεί, μήπως και τον ενθαρρύνει... Κι αυτός, τι πρέπει να κάνει; Ξέχασε ολότελα τα μελαχρινά της στήθη, τα χείλη του πιάνουν απόλυτη επαφή με τη σφικτή τρύπα, από την οποία έβγαινε δυνατή μυρουδιά κατ' ευθείαν στα ρουθούνια του
Ημέρα της κηδείας της Χρυσούλας. Πέθανε 83 χρονών, 63 χρόνια μετά απ' εκείνο το παραμυθένιο βραδινό. Όλοι έχουν απομακρυνθεί εδώ και ώρα από τον τάφο και μόνος ο Σώτος, καθισμένος πάνω στο μάρμαρο, αισθάνεται βαρύς, γέρος 172 χρονών, εκατό χρόνια περισσότερα από την ηλικία του. Είναι ένα ρεμάλι. Δεν κρύβεται από τον ίδιο του τον εαυτό. Ξόδεψε σκάρτα τη ζωή του και δεν έχει να θυμάται κάτι για το οποίο μπορεί να αισθάνεται περήφανος. .
Η θεία του. Η Χρυσούλα. Πάντα τον είχε καλύτερα από παιδί της. Όποτε ήταν ανάγκη, και ήταν πολύ συχνά στην ανάγκη, η θεία τον χαρτζηλίκωνε συνέχεια αυτόνα τον ακαμάτη. Το άχρηστο κορμί. Τίποτα δεν κατάφερε, μ' ό,τι καταπιάστηκε, ήταν ένα σκέτο σκάνδαλο. Η Χρυσούλα, όμως, που δεν έκανε παιδιά, πάντα ο βράχος του. Το στήριγμα του. Πάρε, Σώτο, και πάρε, και πάρε…
Πήγε πανεπιστήμιο, δεν το τελείωσε. Χαρτοπαιξία από το πρωί μέχρι το βράδυ. Γεννημένος άσωτος ο Σώτος. Αλήθεια, ποια να ‘ταν η ζωή του αν δεν είχε τη θεία του; Αυτό σκεπτόταν πάνω στον τάφο της.
Παλιόπραμα είμαι, ομολογούσε ο άντρας, ο αποτυχημένος και στους δύο γάμους του, και χωρίς καμία επαφή με τα δύο παιδιά του. Τον έπιασε μια κρίση συνείδησης, αβάσταχτης, με τη σκέψη ότι όλα αυτά τα χρόνια, πολύ περισσότερο από τότε που η Χρυσούλα χήρεψε τόσο ενωρίς, συμπεριφερόταν στην θεία του λες κι εκείνη είχε υποχρέωση να τον χοντροτσοντάρει.
Τελικά, γιατί η Χρυσούλα στάθηκε τόσο ανοικτοχέρα μαζί του, αναρωτιέται τούτη τη στιγμή, δίπλα στη νεκρή, ο ανεπρόκοπος. Κάποια μέρα, ένα πουλάκι, ίσως κάποιο κοτσύφι, να του αποκαλύψει το μυστικό.
Χρυσή καρδιά η Χρυσούλα, αθώα σαν την Παναγία, όμως εκείνη τη νύχτα, για πρώτη φορά αισθάνθηκε το ξύπνημα της σάρκας της, όταν ένοιωσε μέσα στα πόδια της τον Σωτηράκη. Δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ οι δυο τους σε πονηρή κατάσταση. Με τα χρόνια, μάλιστα, την είχαν ξεχάσει εκείνη τη μαγική νύχτα, μάλλον πρέπει να τους είχε συμβεί στην προηγούμενη ζωή τους.
Με δυσκολία ο Σώτος στάθηκε στα πόδια του πριν τον τελευταίο αποχαιρετισμό στην Χρυσούλα. Έκανε το σταυρό του. “Δεν γνώρισα κανένα ζόρι εγώ το τεμπελόσκυλο, χάρη σε σένα, ρε Χρυσούλα... Ήσουν η μάνα μου, η αδελφή μου, ο ευεργέτης μου...” μονολόγησε ο γεροντοανηψιός. Και τράβηξε κατ' ευθείαν στο καφενείο να χαρτοπαίξει.
Διαβαστε ακομα: