ΑΝΑΚΑΤΕΥΕΙ ΥΓΡΑ ΤΟ ΤΣΟΥΓΚΡΙΣΜΑ

 
από τον στήβεν αβραμίδη 

Πίνεις κάνα ποτό, έτσι δεν είναι; Και το καλοκαίρι και τον χειμώνα. Αφού θέλεις να χαλαρώσεις κι αφού δεν θέλεις να πας στα ψυχοφάρμακα, προτιμάς να είσαι υγράκιας. Είναι κακό; Μέχρι τώρα όχι. Αργότερα, κι αφού πετύχουν τα αντικαπνιστικά μέτρα, θα δούμε. Έχουμε καιρό μέχρι τις καινούργιες απαγορεύσεις.

Την ώρα όμως που ρίχνεις μέσα σου το αλκοόλ, σου αρέσει να τσουγκρίζεις τα ποτήρια. Γιατί; Θα σας πω την ελληνική άποψη, που εντυπωσιάζει τις γκόμενες, είτε είναι ιθαγενείς είτε εισαγόμενες. Κι αν ακόμα είστε σε διάθεση καμακιού, που για μένα αυτό σε κρατάει ζωντανό και πρέπει να γίνεται πάντα κι οπουδήποτε, χρησιμοποιείστε την και θα με θυμηθείτε. 

Έχουμε λοιπόν, πέντε αισθήσεις. Από αυτές, οι τέσσερις, δηλαδή η όραση, η αφή, η όσφρηση και η γεύση την ώρα που πίνεις είναι κορεσμένες. Ευχαριστημένες. Η πέμπτη όμως, δηλαδή η ακοή, είναι παραπονούμενη. Διαμαρτύρεται. Και μέχρι να αναλάβει ο Μορφέας την δράση για το ανθρώπινο κορμί, κι επειδή και η αίσθηση είναι γυναίκα και η γκρίνια είναι ανυπόφορη, βαράς τα γυάλινα εμβαλάγια. Κάνεις θόρυβο, κορένεις και την ακοή κι ικανοποιείς τις φυσικές κι αναγκαίες ανάγκες σου, που υπαγορεύονται πάντα από τις αισθήσεις κατά Επίκουρο.

Η ιστορία αυτή, που την έχω πει πολλές φορές, είναι αλάνθαστη. Σε σώζει εκείνες τις στιγμές που η φαντασία στερεύει. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράμα επάνω στο καμάκι από την βουβαμάρα. Να πηδήξεις θέλεις βέβαια κι όχι να μιλήσεις αλλά επειδή κι η γυναίκα για να φτιαχτεί γουστάρει να ζήσει τον μύθο της, είσαι υποχρεωμένος να της δείξεις πόσο ενδιαφέρουσα είναι μέχρι να την διώξεις μετά το πήδημα.

Φυσικά την ιστορία την λες με ύφος σοβαρό. Πιάνεις το ποτήρι, το κοιτάς, μετά κοιτάς την γκόμενα στα μάτια, τραβάς ένα αναστεναγμό μείξης πόθου, λαγνείας αλλά και πνεύματος, και την αμολάς. Και μετά ζυγίζεις τι πέτυχες ανάλογα με τις αντιδράσεις της.

Επίσης μπορείς και να την πεις κι όταν δεν είσαι τετ α τετ. Ας πούμε σε μια μεγαλύτερη παρέα την ώρα που γουστάρεις την γυναίκα του απέναντι. Τότε που αυτός ασχολείται περισπούδαστα μαζί με τους υπόλοιπους επίδοξους κερατάδες του τραπεζιού με το πολιτικό ή το επαγγελματικό ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αγνοώντας την γυναίκα του. Πετάς λοιπόν την ιστορία, οι άνδρες σε παίρνουν για πολύ μαλάκα, αλλά οι γυναίκες καταλαβαίνουν ότι έχουν ένα σύμμαχο που θέλει να ξεφύγει και να ασχοληθεί με κάποια από αυτές.

Φέτος λοιπόν το καλοκαίρι, όπως καθόμουν στο ουζερί, κοζάρω μια γκόμενα στο παραδιπλανό τραπέζι που έπινε ούζο. Ωραία γυναίκα περί τα είκοσι οχτώ, μαύρα μαλλιά, ανοιχτά μάτια και γαμώ τα κορμιά. Οργανώνομαι. Της φτιάχνω ένα ούζο από το δικό μου (από εκεί που τα παίρνω) και πηγαίνω στο τραπέζι της. Της προσφέρω ποτό και καθόμαστε μαζί.

Μετά τα τυπικά, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια, της ξεφουρνίζω την ιστορία μου. Η Γερμανίδα εκ Βαυαρίας, με κοιτάει ατάραχη, χαμογελάει, και πάνω που με ζώνουν κροταλίες, μου σκάει την δική της ιστορία. 

Παλιά στην Ευρώπη, που το κάθε κράτος ήταν ένα κάστρο, για να συνεργασθούν δύο βασιλιάδες, συνήθιζαν να πίνουν. Τα ποτήρια ήταν μεγάλα, σιδερένια, και τα τσούγκριζαν με δύναμη με σκοπό να αναμειχθούν τα ποτά που πίνανε. Βλέπετε ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να εξοντώσεις τον αντίπαλό σου ήταν να του έχεις ρίξει δηλητήριο στο ποτό του. Έτσι, ό,τι έπινε ο ένας, έπινε και ο άλλος κι η εμπιστοσύνη κατοχυρωνόταν κατά μέτωπο. 

Νατο μας λέω. Έπεσα σε κουλτουριάρα. Τα έχασα με την Γερμανίδα και την πλήρη ανατροπή της ιστορίας μου. Κι ενώ μου φώναζε άλλα πράγματα, “καλά ακόμα δεν είσαι έτοιμος; Για να γαμηθώ ήρθα, είναι ανάγκη να ακούω παπαριές; Για να είμαι εδώ σημαίνει ότι σε γουστάρω. Με παίρνεις, σε παίρνω κι αύριο δεν γνωριζόμαστε”, εγώ θόλωσα.

Και την ώρα που προσπαθούσα να ξαναβγώ από πάνω, η γκόμενα μου τραβάει και το πέναλτυ: “Ξέρεις από την εποχή των κάστρων έχουν περάσει πολλά χρόνια. Όμως το έθιμο του να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας στην Βαυαρία παραμένει. Απλώς τα χτυπάμε μαλακά, και μόνο στους πάτους”.

“Μα κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν ανακατεύονται τα ποτά” της αποδεικνύω την εξυπνάδα μου.

“Ναι αγόρι μου γλυκό. Διότι ξέρουμε πόσο πούστηδες είμαστε εμείς οι Άβαροι, και πειράματα δεν κάνουμε”, με αποστόμωσε. “Λοιπόν, θα μιλήσουμε κι άλλο”;

Όχι βέβαια. Το ενοικιαζόμενο δωμάτιο της ήταν μερικά μέτρα πιο πέρα και την ώρα που προχωρούσαμε προς τα εκεί, είχα χάσει τη μισή ορμή μου. Ενώ νόμιζα ότι ήμουν εγώ ο αρχηγός, είχα συννεφιάσει Το δε ούζο ήταν σαν να μην το είχα πιει. Άλλο τόσο χρειαζόμουνα. Αλλά πόσο να την καθυστερούσα και τι να της έλεγα; Θυμήθηκα τις πουτάνες στα μπουρδέλα. Πάντα μου λέγανε ότι οι πελάτες δεν έρχονται για να πηδήξουν, αλλά για να μιλήσουν. Κι εγώ δεν είχα και τι να πω. Είχα κάψει τα χαρτιά νωρίτερα με την βιασύνη μου.

Εντάξει πήγαμε. Απεδέχθη και άνδρας και γυναίκα της σχέσης. Εγώ; Ο ανθρώπινος δονητής της. Ούτε με ρώτησε τι ήθελα, ούτε τι μπορώ να κάνω. Φρόντισε και για τους δυο μας με σωστή τακτική και σωστό τέμπο. Ρε ακόμα και στο πήδημα, Ευρωπαίοι οι άνθρωποι.

Μετά άρχισα τις γνωστές μαλακίες. Αν θέλει να μου δώσει το τηλέφωνό της, αν θα ξαναβρεθούμε, ταξιδεύω συχνά στη Γερμανία κι ότι θα ήθελα να την ξαναδώ. Με κοίταξε με καλοσύνη και μου συνέστησε να κόψω το τσούγκρισμα των ποτηριών. Με συμβούλευσε να πράττω κι όχι να λέω ή να περιγράφω. Το βρήκα σωστό και γι’ αυτό η δεύτερη φορά ήταν σίφουνας, ακατέργαστη, χωρίς δημοκρατικές φοβίες. Άκουσα και κάτι γερμανικές βρισιές και την ώρα που προσπαθούσα να μετρήσω πόσα μαλλιά της μου είχαν μείνει στο χέρι, σηκώθηκε μου έβαλε ένα ποτό και μου είπε: “Γι’ αυτό φεύγω από την Βαυαρία. Κι εκεί μιλούν πολύ και κάνουν λίγα. Βαρέθηκα να κάνω την αμαζόνα και να κρύβω το μυστικό μου σαν οποιαδήποτε γυναίκα: Ότι θα ήθελα να είμαι ερμαφρόδιτη και να κάνω μόνη μου τα παιδιά μου”.

Υ.Γ. Ανάμνηση από το καλοκαίρι του 1989. Δεν είμαι και σίγουρος. Πάντως σε εννέα τελείωνε.
 
 Το κείμενο του Στήβεν δημοσιεύτηκε στον ''ΦΙΛΑΘΛΟ'' στις 23 Αυγούστου 2009
Διαβαστε ακομα:

ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥΣ ΞΕΣΚΙΣΑΝ, ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥΣ... ΞΕΧΑΣΑΝ