ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΜΕ ΖΩΟ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ ΣΕ ΚΑΛΑΘΑΚΙ...

 
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΔΗΜΟΥ
 
Ζούσαμε ήδη αρκετά χρόνια σε αυτό το σπίτι. Ισόγειο, έβλεπε από τρεις μεριές σε ένα μεγάλο κήπο που περιλάμβανε κι άλλο ένα συγκρότημα, αλλά τόσο μακριά, που δεν βλεπόμαστε.

 

Εμείς είχαμε τις δικές μας «εσωτερικές» γάτες, πότε δύο, πότε τρεις. Σπάνια έβγαιναν στον κήπο, ήταν κλασικές σπιτόγατες. Κατά καιρούς εμφανιζόταν και κάποια αδέσποτη. Την ταΐζαμε βέβαια και έμενε λίγο ή και περισσότερο χρόνο. Δυστυχώς ο δρόμος που περνούσε έξω από το σπίτι είχε πάρα πολλή κίνηση με αποτέλεσμα να υπάρχουν θύματα που σπάνια τα βλέπαμε χτυπημένα αλλά η απουσία τους γινόταν αισθητή.

Ξαφνικά, πριν τέσσερα χρόνια, εμφανίστηκε μία αγέλη γάτων. Χρησιμοποιώ επίτηδες την λέξη «αγέλη» γιατί είναι οξύμωρη έκφραση. Είναι γνωστό ότι, αντίθετα με τους σκύλους, που αμέσως σχηματίζουν αγέλες με αρχηγό και ιεραρχία, οι γάτες δεν το κάνουν ποτέ. Κι όμως αυτές το κάνανε. Πήγαιναν πάντα, όλες μαζί, είχαν αρχηγό (τον ονομάσαμε «Κανέλλο», λόγω χρώματος) στον οποίο είχαν αναθέσει να φωνάζει, προκειμένου να βγει το συσσίτιο.

Υπήρχαν και άλλα περίεργα πράγματα: ήταν όλες στειρωμένες. Στα τέσσερα χρόνια που παρεπιδημούσαν στον κήπο μας δεν είχαμε καμία εγκυμοσύνη, ούτε γέννηση. Ούτε την οξεία μυρωδιά που εκλύουν οι αρσενικοί, όταν «ψεκάζουν» για να οριοθετήσουν τον χώρο τους. Είχαν διατελέσει σαφώς σπιτόγατες, μπαίνανε άνετα μέσα στο σπίτι και δεν πάθαιναν πανικό όταν κάποιος έκλεινε το παράθυρο. Ο μόνος λόγος που δεν τις φιλοξενούσαμε όλες ήταν ο κανονισμός της πολυκατοικίας που προέβλεπε μέχρι δύο γάτες – και είχαμε ήδη μία.

Άλλος ένας ισόγειος γείτονας τάιζε. Αυτός, ένα νεαρός εργένης, εκτός από φαΐ παρείχε και ύπνο. Είχε στρώσει στην βεράντα του πατάκια, όπου κοιμόταν όποια έβρισκε πρώτη θέση.

Η μέρα ξεκινούσε με το άνοιγμα της πόρτας της κουζίνας. Αγώνας δρόμου ποια θα φτάσει πρώτη. Τάισμα με διάφορες γατοκονσέρβες – ενώ υπήρχαν πάντα και μόνιμα μπολ με ξηρά τροφή για όσους  πεινούσαν ενδιάμεσα. Μαζί με την τροφή παρεχόταν και χάδι – πάντοτε ευπρόσδεκτο. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, παρόντες. Την υπόλοιπη μέρα τους χάναμε. Μάλλον στον κήπο.

Περιττό να πω ότι είχαν εξαφανιστεί τα ποντίκια και οι αρουραίοι – βρίσκαμε κατά καιρούς υπολείμματα. Αυτή ήταν και η «επίσημη» δικαιολογία για την παρουσία τους.

Κοίταγα τα «αδεσποτάκια» μας και τα χαιρόμουνα. Ήμερα, ευγενικά και χαδιάρικα. Πως καταλάβαινα τους Ουκρανούς πρόσφυγες, που μαζί με τις βαλίτσες και τους μπόγους ρούχων, κρατούσαν και ένα καλαθάκι με ένα ζωάκι συντροφιάς. Τα παίρναν μαζί τους – ήταν μέλη της οικογένειας!

Ξαφνικά κάποιο πρωί άνοιξε η πόρτα της κουζίνας και δεν εμφανίστηκε κανείς. Κανείς! Αργότερα πέρασαν από εκεί ένα δύο κακόμοιρα αδέσποτα, που ζούσαν από τα αποφάγια των τεσσάρων. Δέκα πέντε ημέρες τώρα, μόνον αυτοί μας έχουν μείνει.

Νιώθουμε ορφάνια. Τί έγιναν ο Κανέλλος, η Πραλίνα, η Νίνα, και το Νάχι; Πάντα μαζί, με πεντακάθαρη τη γούνα τους, διακριτική την παρουσία τους, τρυφερή την φιλία τους. Τα άλλα μας παιδιά…                       

(Στους στύλους του ηλεκτρικού: «Προσοχή! Φόλες!» Τις κατάρες τις φυλάω μέσα μου…)

ΠΗΓΗ: doncat.blogspot.com