ΡΕΖΕΡΒΕ ΞΑΠΛΩΣΤΡΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΠΑΣΧΑ

 
γράφει ο Φωστήρας 
 
Δεν κρατιέμαι. Έχω πακετάρει και το πρωί του Σαββάτου λύνουν οι κάβοι και το πλοίο σαλπάρει για Μυτιλήνη. Εν τω μεταξύ μαθαίνω από το διαδίκτυο κάτι ευτράπελα για τα πολύ πιασάρικα νησιά, όπου οι τοπικοί επιχειρηματίες μαδάνε ανελέητα σε ξαπλώστρες και ταβέρνες (και ορθώς πράττουν) τα ανυποψίαστα τε και υποψιασμένα χηνάρια και χρεώνουν 400ρια για κάτι στρείδια και κάτι καβουροπόδαρα (στο νησί αυτά τα έχουμε μόνο για δολώματα στο ψάρεμα) και πολύ γελάω.

Κάποτε, στο Αγράρι της Μυκόνου παρεπιδημούσε ένα μυθικό πλάσμα, 100% όμως πραγματικό, ο θρυλικός Αγραράνθρωπος. (επιστημονική ονομασία : homo agraris mikoniatis). Οι παλιοί θα τον θυμούνται: Ήταν ένας ψιλόλιγνος ιθαγενής, λιπόσαρκος, ξερακιανός, ηλιοκαμένος και στεγνός σαν κορινθιακή σταφίδα, που κυκλοφορούσε όλη τη μέρα, από νωρίς το πρωί μέχρι δύσεως ηλίου με μαύρο γυαλί και ένα παρτό μαγιό στην παραλία. Επιφορτισμένος με το βαρύ υπούργημα του ελέγχου της κίνησης και της είσπραξης των δικαιωμάτων της τοπικής επιχείρησης ενοικίασης ξαπλωστρών και ομπρελών αλλά και των αναψυκτικών, ποτών και λοιπών εδωδίμων και αποικιακών που κυκλοφορούσαν στον χώρο ευθύνης του. Ήλεγχε κατ’ απόλυτη δικαιοδοσία την χωροταξία και την κατανομή των θέσεων του χώρου ευθύνης του και οι μπροστινές ξαπλώστρες ήταν από το προηγούμενο Πάσχα ρεζερβέ για μοντέλες και λοιπές διασημότητες της εποχής, οι οποίες εκτός από το προνόμιο της επωνυμίας διέθεταν και την εξόχως προνομιακή πρόσβαση στο κινητό του τηλέφωνο (κάτι σαν membership σε κλειστή αγγλική λέσχη ένα πράγμα), που τους κατέτασσε αμέσως σε μία περίβλεπτη κατηγορία ανθρώπων. Αυτών, δηλαδή, που είχαν πρόσβαση και κονέ στον Αγραράνθρωπο.  Έδινε την εντύπωση ότι δεν γνωρίζει, ούτε μπορεί να χρησιμοποιεί πάνω από 100 λέξεις ημερησίως και χρέωνε μόνο για μία ομπρέλα και δύο ξαπλώστρες, (στις πίσω – πίσω σειρές εννοείται) ομού μετά των επιβεβλημένων κατ’ ελάχιστη κατανάλωση φραπέδων και εμφιαλωμένων νερών, το μηνιάτικο ενός ανειδίκευτου εργάτη. Εν τω μεταξύ, η πλάκα ήτανε ότι πολλοί από δαύτους, ΠΡΑΓΜΑΤΙ, έκοβαν βόλτες στην πλαζ και στο παρακείμενο beachbar σαν τον Κώστα Καρρά στην «Παριζιάνα», όπου με σαγιονάρες Mitsuko και ύφος λάγνο και ηδυπαθές έψαχναν κανένα καλό καμάκι.  

Στην δε εντόπια ταβέρνα οι πατάτες, τα τζατζίκια, οι σαλάτες και τα ψωμιά, τα κατεψυγμένα καλαμαράκια και οι ψητές σαρδέλες, με τις μπύρες και τις κόκα- κόλες, έδιναν κι έπαιρναν λες κι ήσουν στην Λούτσα. Όμως, όταν ερχόταν ο λογαριασμός αντί για καρπούζι και πεπόνι, έψαχνες υπογλώσσια για επιδόρπιο και έμενες όλο τον χειμώνα με την απορία: «ρε μα@@κα, τι φάγαμε;».

Το όλο σουρεάλ υπερθέαμα μου προκάλεσε ακατάσχετο γέλιο. Που το ανακαλώ σήμερα στην μνήμη ως ανώτερο και από Σεφερλή στο Δελφινάριο. (Παρεμπιπτόντως πολύ θα ήθελα να τον δω κάποια στιγμή να παίζει «Λυσιστράτη» στην Επίδαυρο).   

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Σήμερα, Μαθαίνω, μεταλλάχθηκε τελείως η Μύκονος. Οι ρέκτες την λένε πλέον «Πριγκιπάτο» και η αλήθεια είναι ότι τυγχάνει πια τελείως απαγορευτική για Καρράδες και Ζιζί - Μαντάμ Πελαζί. Ας είναι. Ο καθένας με το πορτοφόλι του και το κατά το πως αντιλαμβάνεται και εκτιμά την αξία του χρήματος (value for money το λένε στο χωριό μου).  Όπως και να’ χει, δεν είναι για μένα. Εγώ θα σαλπάρω γι αλλού. 

Διαβαστε ακομα:

Ο ΛΗΣΤΗΣ ΕΡΓΑΖΟΤΑΝ ΣΚΛΗΡΑ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ... ΑΔΕΙΑΣ ΤΟΥ