ΜΟΥΣΤΑΚΙΑ, ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ...

 
γράφει ο Φωστήρας 

Ημερολόγιο καταστρώματος. Ημέρα 1η .  Άφιξη στις 10.45 το πρωί του Σαββάτου στο λιμάνι του Πειραιά και επιβίβαση στο πλοίο. Κάπως έτσι δεν ξεκινάνε τα διαφημιστικά φυλλάδια των ταξιδιωτικών γραφείων τις νοερές περιπλανήσεις τους στον κόσμο;

Έτσι κι εγώ λοιπόν, με αρματωμένη τη μηχανή (ποτέ αυτοκίνητο σε διακοπές) έφτασα αφρενάριστος στον Άγιο Διονύσιο και έστριψα αριστερά για την αποβάθρα Ε1. Υπάρχει μια διασκεδαστική αναστάτωση, ανάκατη με μία απροσδόκητη τάξη στο Χάος που επικρατεί τις ώρες πριν την αναχώρηση, τέτοιες μέρες στο λιμάνι. Η αναμονή στον ήλιο, η φασαρία στις ουρές, η ανυπομονησία μπροστά στους καταπέλτες των πλοίων που χάσκουν ανοιχτοί σαν το στόμα του Λεβιάθαν, η αναπάντεχη και παράξενη ομοθυμία του πλήθους που στοιβάζεται σχεδόν αγόγγυστα και όπως  - όπως, σε σαλόνια, διαδρόμους και κατάστρωμα, κάνουν την όλη ταλαιπωρία παράδοξα ευπρόσδεκτη, σχεδόν ευχάριστη. 
 
Κι έρχεται μετά εκείνος ο απόκοσμος ήχος των φουγάρων, σαν σάλπιγγες της Αποκάλυψης που σημαίνουν τον απόπλου. Ένας αχός υπόκωφος, μοιάζει να βγαίνει από τα έγκατα θυμωμένου κήτους που πασχίζει πληγωμένο να σύρει το ασήκωτο βάρος του. Τι περίεργος που είναι; Πόσο εκνευριστικός, αλήθεια, ακούγεται όταν δεν ταξιδεύεις. Στο «Μια Ζωή την έχουμε» η Μπιμπί δεν τον άντεχε λίγο μετά που είχε αφήσει τον Κλεό και έκλεινε τ’ αυτιά της να μην τον ακούει. Πόσο αισιόδοξος , όμως, αντηχεί όταν είσαι πάνω στο πλοίο.

Και λίγο μετά τον φάρο, σαν τιμητικό άγημα του ναυτικού ντυμένο στ’ άσπρα, απογειώνεται από τους λιμενοβραχίονες και ξεπροβοδίζει το πλοίο το σμήνος από τα γλαροπούλια (δικό μου αυτό μουστάκια), λευκές περισπωμένες στα γαλάζια ατλάζια των ουρανών (κλεμμένο αυτό μουστάκια, διαβασμένο το’ χω στον Τσιφόρο πριν από μια ζωή).

Τις ατέλειωτες ώρες εν πλω, με συγχωρείτε, αλλά εγώ τις λογαριάζω για ταξίδι. Γι’ άλλους, πάλι, είναι ανυπόφορες. Όμως στην πραγματικότητα είναι ο χρόνος που χρειάζεται για την αποφόρτιση από την πραγματικότητα που αφήνεις πίσω σου και την προσαρμογή στις συνθήκες της ατμόσφαιρας του χωροχρόνου στον πλανήτη που σε περιμένει. Σαν το θάλαμο αποσυμπίεσης των αστροναυτών στα διαστημόπλοια ένα πράμα. Καλά το’ λεγε ο Κλεό στο «Μια Ζωή την έχουμε»: Τι ταξίδι μπορεί ν’ απολαύσει κανείς με το αεροπλάνο;

Κι αν είναι βράδυ έρχονται στο νου οι στίχοι της Νικολακοπούλου: «Τα μάτια κλείστε, γλυκά ακουμπήστε στην κουπαστή. Το χρόνο αφήστε καινούρια ψέματα να φανταστεί» (κλεμμένο κι αυτό μουστάκια). Κι αν πάλι είναι πρωί, δεν χρειάζονται πολλά. Φτάνει που χάνεται το βλέμμα εκεί που ο ορίζοντας κι η θάλασσα γίνονται ένα, σαν να ξεπροβάλει το ίδιο το νόημα της ζωής εκεί που μπλέκεται αξεδιάλυτα στην σκέψη σου η ασημαντότητα κι η απεραντοσύνη μαζί. (δικό μου αυτό μουστάκια).

Τώρα, αν έχεις μαζί σου και ένα καλό βιβλίο, η ώρα περνάει και δεν το καταλαβαίνεις. Όσο για τα ευτράπελα που θα δεις να συμβαίνουν γύρω σου τις επόμενες 12 ώρες σε μπαρ, κατάστρωμα και γκαράζ του πλοίου, μη τα φοβηθείς. Μοιάζουν με τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες του Καβάφη στο ταξίδι για την Ιθάκη.

Και ιδού οι πρώτοι από δαύτους. Καθυστέρηση στην αναχώρηση. Ώρα 11.45 π.μ. και ακόμα να σαλπάρουμε. Προμηνύεται πολύ μακρύ τούτο το ταξίδι.

Διαβαστε ακομα:

ΛΥΚΟΙ ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΑΝ ΟΣΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΕΡΩΤΕΥΘΗΚΑΝ, ΠΟΘΗΣΑΝ...