ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ... ΦΩΝΑΖΕΙ
Παρκάρω 500 μέτρα τουλάχιστον από την ακτή, στο Μεγανήσι. Το νησάκι, το πολύ μικρό νησάκι του Ιονίου με το... μέγα όνομα. Από το ασφαλτοστρωμένο επαρχιακό δρόμο δεν βλέπεις την παραλία όπου έχουμε στο σημάδι να κολυμπήσουμε. Είναι ένας κολπίσκος χωρίς αμμουδιά και ξαπλώστρες. Και καμιά καντίνα της συμφοράς. Ευτυχώς, Από νερά, όμως, να γλύφεις τα δάκτυλα σου.
Με το βγαίνω από το αυτοκίνητο ακούω φωνές... ελληνικές. Προχωράω στο χωματόδρομο, που είναι και πετρόδρομος μαζί και μετά από ποδαρόδρομο μισού χιλιόμετρου ανάμεσα σε σκίνα η παρέα φτάνει στον προορισμό της. Στα πεντακάθαρα, στα μαγικά νερά αραγμένα τα σκάφη, διαφορετικών μεγεθών. Ιστιοπλοϊκά, καταμαράν και ένα- δυο μικρά.
Δεν εχουν σταματήσει από ένα πλεούμενο οι φωνές οι ελληνικές. Δεν μιλάνε οι τύποι, γκαρίζουν. Μόνο αυτοί ακούγονται, Οι ξένοι σα να μην υπάρχουν. Δεν τους ενδιαφέρει να... ακούγονται, παρά μόνο να αγοράζουν αυτό για το οποίο ήλθαν στην Ελλάδα. Τον ήλιο και τη θάλασσα.
Αλήθεια, αναρωτήθηκα, γιατί ο Έλληνας σχεδόν ουρλιάζει όταν ανοίγει το στόμα, όχι μόνο όταν χαλαρώνει σ' ένα ναό της φύσης, σαν κι αυτόν με τα νοικιασμένα σκάφη; Δεν μαλώνει με τον άλλον. Δεν πανηγυρίζει λες η ομάδα του έβαλε γκολ. Μιλάει δυνατά. Να τον πάρουν χαμπάρι οπωσδήποτε τα βότσαλα και τα βράχια ολόγυρα.
Το 'χουμε εμείς οι Έλληνες αυτό το κουσούρι. Γιατί;
Διαβαστε ακομα: