Ο ΝΤΑΛΓΚΑΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΩΤΙΚΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΝΤΑΒΑΤΖΗ

 

Η Τρούμπα των μπουρδέλων ξεκίνησε την Ιστορία της αμέσως μετά τη γερμανική κατοχή. Μόνο τυχαίο δεν είναι που η πουτανογειτονιά στήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά. Ποιοί άλλοι άνδρες είναι περισσότερο πεινασμένοι από τους ναυτικούς; Που πρώτη σκέψη μόλις βγουν από παπόρι είναι να πηδήξουν.

Έβαλε λουκέτο στα ''σπίτια'' η χούντα πέντε μήνες αφ' ότου βγήκαν τα τανκ, συγκεκριμένα στις 12 Σεπτεμβρίου σα σήμερα, το 1967. Ανοιχτά παρέμειναν μπαρ, καμπαρέ, γαμιστρώνες ξενοδοχεία και σινεμά που από τις πρωινές ώρες έπαιζαν τσόντες. Έτσι για να κρατήσουν την κακόφημη αξιοπρέπεια της Τρούμπας.

Από μία...τρόμπα, μία αντλία που υπήρχε στην περιοχή πριν 160 χρόνια πήρε το όνομά της η λεγόμενη κακόφημη συνοικία. Μακριά από μυθολογισμούς και φτιασιδώματα ο Διονύσης Χαριτόπουλος, ωμός και ρεαλιστικός, δίνει τις πινελιές ζωγραφίζοντας τη μικροκοινωνία της Τρούμπας, στο λιμάνι του Πειραιά. Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του συγγραφέα «Εκ Πειραιώς»:

...Είναι πόρνη μόνιμος κάτοικος της Τρούμπας και από τα πόδια της έχει περάσει η μισή Αθήνα και όλος ο Πειραιάς. Όπως, όμως, όλα τα θηλυκά πονάει η ψυχή της για το κυριλίκι της. Και τα δίνει όλα για να έχει καταδικό της τον αγαπητικό της.
Αυτή η κολασμένη και καταδικασμένη σχέση της πληρωτικιάς, ο νταλγκάς της με τον νταβατζή, ήταν πάντα θέμα αγαπημένο της λογοτεχνίας και του σινεμά.

Στη ζήλεια ο μεροκαματιάρης αστυνομικός με τον ομορφονιό γκόμενο της Λιλίκας και της Τούλας. Θέλω ο γκόμενός μου να με δέρνει που και που. Στην Τρούμπα οι έρωτες είναι δύσκολοι. Κορίτσια και αγαπητικοί είναι μπερδεμένο κουβάρι, μερικές φορές δεν ξεχωρίζεις ποιος έβγαλε ποιον στο κλαρί, όταν η άλλη λιώνει από καψούρα και λέει στο μαγκάκι μην πας αύριο για μεροκάματο, θα στο δώσω εγώ ή παράτα την κωλοδουλειά, όσα βγάζω μας φτάνουν και μας περισσεύουν, αρχίζουν τα μπλεξίματα:

«Για στην Τρούμπα θα πεθάνω - για εσένα θα ξεκάνω... », αγιάτρευτοι καημοί, γινάτια, ζήλιες, πλακώματα: «Να πεθάνεις, να πεθάνεις, να πεθάνεις - με τα νάζια και τα κόλπα που μου κάνεις. - Δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω - και στο μάτι σου γυαλί καρφί θα μπαίνω».

Οι μάγκες λένε το κορίτσι τους γκόμενα ή γκόμινα, κυρία, πρόσωπο, λεγάμενη, σκορδόπιστη, βάσανο, σπλάχνο, μυστήρια, μεράκι, γόησσα, τρελή, άσπλαχνη και, όταν φουντώνουν τα πάθη, πουτάνα, ξεκωλιάρα, παλιοκαριόλα και τέτοια, τουλάχιστον σπανίως σκοτώνουν το κορίτσι, ενώ κάποιοι σύζυγοι δεν το έχουν σε τίποτα να μαχαιρώσουν τη συμβία επειδή τους χαλάει τον ύπνο με την γκρίνια της ή αν την υποψιαστούν πως ξενοκοιτάει.

Τα ζηλιάρικα μπασκίνια έχουν λύσσα με τους αγαπητικούς που είναι ομορφόπαιδα και την περνάνε ζάχαρη, στριμώχνουν διαρκώς τις κοπέλες με απειλές και καλοπιάσματα να τους καρφώσουν για να τους μπουζουριάσουν, αφού πρώτα τούς σακατέψουν καλά καλά στο Τμήμα, μα τα κορίτσια είναι χρόνια στο κουρμπέτι, έχουν φάει τη γραμματική με τα εξώφυλλα και λένε μόνο όσα θέλουν να πουν και, αν μπλέξουν με κάναν νεαρό που δεν ανήκει στα σινάφια της μαγκιά, δεν τον αφήνουν να έρθει πέρα από το Ρολόι μην τον σταμπάρουν οι μπάτσοι.

Τα τραγούδια που ταίριαξαν για λογαριασμό τους τα ρεμπετόσκυλα δεν ισχύουν: «Ασίκη τονε θέλω εγώ τον αγαπητικό μου - να βάζει λάδι στο μαλλί - να βρίζει το σταυρό μου... » ή «Θέλω να μαστουρώνεται - για μένα να τσακώνεται - έξυπνος σαν την αλεπού - και να με δέρνει πού και πού...», τα κορίτσια θέλουν τον ντερβίση τους άντρακλα και τσαμπούκι αλλά όχι να τις παιδεύει γιατί αν το παρακάνει θα πάρει πόδι.

(«Εκ Πειραιώς», εκδόσεις Τόπος, τηλ. 210.8222835)