Η ΠΡΩΤΗ ΤΗΣ ΦΟΡΑ, ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΕΤΟΙΜΗ ΓΙΑ ΟΛΑ

 
“Κοντά στο σπίτι μας υπάρχει ένα ποταμάκι, αλλά δεν μπορούμε να το περάσουμε...” είπε το τετράχρονο κορίτσι στη δασκάλα του νηπιαγωγείου του Δήμου, η οποία εξηγούσε στα παιδιά τι είναι βουνό, τι λίμνη, τι ποτάμι.

- Εσύ, Στελίτσα, να φτιάξεις μια γεφυρούλα στο ποταμάκι, να περνάς στην άλλη πλευρά χωρίς να βραχείς..., είπε η 20χρονη δασκάλα.

“Δεν περνάει το ποταμάκι ο μπαμπάς μου, ούτε με το τζιπ του... ” σχολίασε με αθωότητα η μικρή Στέλλα.

- Κάποτε υπόσχομαι, να φτιάξω εγώ τη γεφυρούλα... , είπε η νηπιαγωγός, Κυριακή στο όνομα, πριν κτυπήσει το κουδούνι από το διπλανό κτίριο του γυμνασίου.

Την άλλη μέρα ο 45χρονος Βασίλης είχε σειρά να παραλάβει την κόρη του. Μία ο 20χρονος γιος του από τον πρώτο του γάμο, μία ο ίδιος ο πατέρας. Η γυναίκα του έφυγε από καρκίνο πριν από δύο χρόνια, μια απώλεια που ακόμα δεν την έχει ξεπεράσει.

“Μπαμπά, η δασκάλα είπε ότι θα φτιάξει το γεφυράκι στο ρέμα...” λέει περιχαρής η Στελίτσα τον πατέρα της.
 
- Για να γίνει αυτό θα χρειαστεί να την καλέσεις, να δει στο ποτάμι, και βέβαια η δασκάλα σου αποδεχθεί την πρόσκληση.

Το Σάββατο κατά τις ένδεκα το πρωί πατέρας και κόρη περίμεναν την δασκάλα έξω από την μονοκατοικία τους. Ξεκίνησαν με τα πόδια οι τρεις τους. Σ' ένα τέταρτο είχαν πιάσει την κατηφόρα που οδηγούσε στο ποταμάκι πίσω από τα ψηλά πλατάνια.

- Ο πατέρας μου είναι μαραγκός, μικρή τον βοηθούσα και μ' άρεσε να τον παρακολουθώ, με πόση ευκολία δούλευε το ξύλο, σε διάφορες κατασκευές..., λέει η δασκάλα στον άνδρα, ενώ η Στελίτσα μέσα στην ελευθερία και την ασφάλεια της φύσης χαιρόταν τον περίπατο, πότε τρέχοντας, πότε αγκάλιαζε το πόδι του πατέρα της, πότε κρυβόταν πίσω από ένα δένδρο.

Μεγάλη μύτη της Κυριακής, τα πόδια αξύριστα κι ένα χνούδι επάνω στο χείλος, μια φιγούρα του μεσοπολέμου, κορίτσι του κατηχητικού περασμένης γενιάς. Ομιλία χωρίς τονισμούς, φράσεις σύντομες, όμως σαφείς, ολοκληρωμένες. Ο άνδρας αισθανόταν κοντά της τη θερμότητα και τη δροσιά της παρθένας που την καπέλωνε η συντηρητικούρα της εικόνας της.

Μετά από μιάμισυ ώρα στο ρέμα επέστρεψαν σπίτι για φαγητό. Ο πατέρας προτείνει στη δασκάλα να τον επισκεφθεί, αύριο Κυριακή, μετά τις εννιάμισυ το βράδυ, όταν πια θα έχει ξαπλώσει η μικρή, Εκείνη κολακεύτηκε, άλλωστε είχε καιρό να συναντήσει άνθρωπο με ενδιαφέρον και τόσο ευχάριστο στη συντροφιά. Το Σάββατο βράδυ η Κυριακή δεν είχε ύπνο.

Ήταν 20 χρονών, διάολε, κι ακόμα χέρι αντρικό δεν την είχε ακουμπήσει. Δεν θυμόταν από πότε ένας αρσενικός να την είχε φλερτάρει. Κι αυτός, ο πατέρας της Στελίτσας σε δύο ώρες χωρίς να της πει μια καλή κουβέντα, της είχε ανεβάσει το ηθικό στα ουράνια. Γιατί; Δεν ήξερε γιατί. Ο τρόπος που της μιλούσε, που την κυττούσε, κάτι έβγαζε από μέσα του που η Κυριακή το ένοιωθε ότι ήταν “κάτι”, κι αυτό θα είχε σίγουρα συνέχεια... Ναι, είναι έτοιμη μαζί του, το θέλει, τον θέλει. Ό,τι είναι να γίνει αύριο βράδυ στο σπίτι του θα γίνει όπως το θέλει αυτός, όπως το αποφασίσει αυτός. Η ίδια, άλλωστε, δεν αισθάνεται ικανή να ξέρει πως να φερθεί.

Την περίμενε έξω από την πόρτα του. Ήρθε πάλι άβαφη. Λυτά, μακριά μαλλιά κάλυπταν το λαχταριστό λαιμό της, τα στήθια της τέντωναν την κουμπωμένη μπλούζα. Τον κύτταξε ερωτηματικά: “Άργησα;...”.

- Ήρθες! Αυτό έχει σημασία...

“Η μικρή;...”.

- Να ξεχάσουμε τη Στελίτσα..., της είπε.

Είναι ακίνητος, την περιεργαζόταν με θαυμασμό.

- Μήπως θα χρειαστεί να σου ζητήσω ταυτότητα;

“Γιατί;” απόρησε ευχάριστα το κορίτσι με αυθόρμητο χαμόγελο.

- Σα να μην είσαι εσύ ακριβώς η ίδια. Βλέπω μια άλλη. Είσαι αλλαγμένη, όμορφη. Σε βλέπω με τα μάτια του φεγγαριού.

Η κοπέλλα μούδιασε. Μια ανατριχίλα την διαπέρασε ολόκληρη, ένοιωθε ότι δεν την κρατάνε τα γόνατά της. Μπήκαν στο σπίτι.

-Λέω να βάλω ένα ποτό. Εσύ;

Σα να ντρεπόταν το κορίτσι, είπε ότι ποτέ της δεν έχει πιει. Γρήγορα, όμως, πρόσθεσε “Θα δοκιμάσω ό,τι μου προσφέρετε...”. Ο άνδρας έβαλε κόκκινο κρασί σε δύο ποτήρια.

Κάθισε δίπλα της. Τίποτα άσχημο δεν έβρισκε πάνω της, τον προκαλούσε ακόμα και η μύτη της. Περισσότερο σιωπούσαν παρά μιλούσαν, καμία ερώτηση, καμία απάντηση, φράσεις μονάχα εξομολογητικές, που τους απογείωναν από το χρόνο αλλά και έδιωχναν το Εγώ τους, απομάκρυναν τον εαυτό τους, όποιος κι αν είναι αυτός. Αλήθεια, τι σημασία έχει ποιος είναι ο καθένας μπροστά στην έλξη την ακατανίκητη που ένοιωθαν τούτη τη στιγμή ο ένας για τον άλλον.

Της πιάνει το χέρι. Αυτή οδηγάει το χέρι του κάτω από το στήθος της. “Γιατί η καρδιά μου κτυπάει τόσο δυνατά;...” τον ρωτάει ψιθυριστά. Την τραβάει επάνω του, στην αγκαλιά του. Την χαϊδεύει αργά, έντονα, τρυφερά. Η Κυριακή αισθάνεται να υγραίνεται μπροστά της, η γλύκα σ' όλο το κορμί της κλείνει τα μάτια. Το χέρι του στο μάγουλό της, στο λαιμό της, στο σβέρκο της, στα μαλλιά της.

Μετά από πέντε λεπτά ο άνδρας σηκώθηκε. Την πήρε από το χέρι, όμως το κορίτσι δεν έδειχνε ικανό να σταθεί στα πόδια της. Την οδήγησε στο υπνοδωμάτιο. Πριν κλειδώσει έριξε μια ματιά στο δωμάτιο της κόρης, που κοιμόταν του καλού καιρού.

Η Κυριακή δεν περίμενε να της αφαιρέσει τα ρούχα, εκείνη είχε αρχίσει να τα βγάζει. Έκανε το ίδιο και ο άνδρας, καμία χειρονομία σ' αυτήν, την άφησε μόνη της να ξεντυθεί, ακόμα και τα εσώρουχα. Ωωωω... Τέτοιες σίγουρα θα είναι οι μυρωδιές σ' ένα ουρί του Παραδείσου. Σε όποιο σημείο του κορμιού της ακουμπούσαν τα χείλη του αισθανόταν τις φλόγες της σεξουαλικής της στέρησης.
 
Το κορμί της σπαρταράει με ανοιχτά πόδια. Μπήκε μέσα της με δύναμη κι ευχαριστιόταν τα νύχια της κολλημένα επάνω του.
Διαβαστε ακομα:

ΑΝ ΔΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ Ο,ΤΙ ΤΗΣ ΛΕΙΠΕΙΙ, Ο.ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ