Του ΣΤΗΒΕΝ ΑΒΡΑΜΙΔΗ
Η γιορταστική κατάθλιψη πεθαίνει. Πάνε τα λαμπιόνια και τα στολίδια. Τελειώνει η χαλαρότητα και η τεμπελιά, που επιτείνουν την δυστυχία. Ανοίγουν τα φαρμακεία, κι έρχεται η εργασιοθεραπεία σαν συμπληρωματικό χάπι. Η παρακμή, θεωρητικώς, απομακρύνεται. Θεωρητικώς; Διότι στην Ελλάδα είναι μόνιμη κατάσταση. Δεν φεύγει ποτέ. Όμως ημερολογιακά θα πάρει μπρος η μηχανή. Θα αυταπατάσαι ότι κάτι γίνεται. Σημαντικό αυτό. Διότι με τις αργίες, ήσουν σίγουρος ότι τα πάντα ήταν νεκρά. Μέχρι κι η ελπίδα, η αθάνατη, είχε πεθάνει.
Σήμερα τα Φώτα και ο φωτισμός. Η γιορτή της ΔΕΗ. Η γιορτή του ελπίζοντα. Θα φωτισθεί ο μαλάκας. Πώς; Σήμερα θα τρώει κατακούτελα το φως, και θα έχουμε τα γνωστά αποτελέσματα. Θα υπερθερμανθεί ο εγκέφαλος του, θα διασταλεί, θα νομίζει ότι είναι μεγαλύτερος, άρα σοφότερος και ωριμότερος, ενώ το κρανίο θα μείνει ίδιο. Θα ασφυκτιά ο εγκέφαλος ανάμεσα στα ακίνητα κρανιακά οστά και θα τρακάρουν τα μαλακά με τα σκληρά μόρια. Όπως γίνεται με το ντόπερμαν, κατοικίδιο που δεν το συστήνω.
Τι θα γίνει σήμερα; Ο λογαριασμός της ΔΕΗ θα μεγαλώσει και τα Φώτα δεν θα φωτίσουν. Όμως τα Φώτα θα γιορταστούν. Θα μπει η γραβάτα, θα μποτιλιαριστούν τα πάντα, θα συμμετάσχει η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία της χώρας, παρέα με τη θρησκευτική, εις τον αγιασμόν των υδάτων. Από δίπλα τα ούζα, οι καραβίδες και τα ψάρια. Και τα κοντοσούβλια και τα μοσχάρια και τα γουρουνόπουλα. Ό,τι μπορεί ο καθένας. Μη φάμε τα θαλασσινά, μολύνουν τα ύδατα; Μη φάμε τα επίγεια, θα μπορούσαν να τα μολύνουν;
Θυμάμαι επί δικτατορίας την περιγραφή της τελετής. «Με περισσό σεβασμό, λαμπρότητα, και με απόλυτη κατάνυξη, αγιάσθηκαν τα ύδατα και φέτος». Σήμερα είναι αλλιώς. «Σύσσωμη η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση παρακολούθησαν την τελετή του αγιασμού των υδάτων». Αυτά θα πουν τα κανάλια. Θα πέσουν και τα βίντεο με τις ρίψεις των σταυρών και τις πτώσεις των κολυμβητών. Και τα ύδατα θα είναι όσια, ιερά, αμόλυντα.
Άτιμο πράμα το ύδωρ. Έχει και τρεις μορφές, πώς να το πιάσεις; Aτμός, ρευστό, πάγος. Άτακτο στοιχείο. Ξεφεύγει και ξαναμολύνεται. Γι’ αυτό κάθε Φώτα ο άνθρωπος το επαναγιάζει. Ρε μανία του νερού να μη θέλει να παραμείνει αγιασμένο! Τι να κάνει κι ο παπάς, κι ο πιστός, κι ο πολιτικός; Τρέχουν να το συνετίσουν. Να το φωτίσουν. Όμως οι άνθρωποι να μη φωτίζονται.
Θα μου πεις βέβαια ότι ολόκληρος Χριστός μίλαγε στους μαθητές Του και χρειάστηκαν τόσες γλώσσες φωτιάς να κάτσουν στα κεφάλια τους, μπας και καταλάβουν. Κατάλαβαν; Όχι μωρέ, ο Σαούλ καθάρισε. Κι έζωσε το μαλάκα, που θα μου κλείσει το δρόμο σήμερα, στο βωμό του πεφωτισμένου πανηγυριού. Το αντιλαμβάνομαι. Η συσκότιση θέλει φώτα για να φανεί. Πώς να δεις το σκοτάδι που σε περικυκλώνει, χωρίς να ανοίξεις άρα και να γιορτάσεις τα φώτα; Πως μπορείς να δεις τον μαλάκα αν δεν αγιάσεις τα ύδατα και δεν φωταγωγήσεις την πόλη; Τι είναι ο μαλάκας; Πυγολαμπίδα, να φαίνεται μόνος του; Όχι. Σκόνη είναι που κατακλύζει τα πάντα και προσπαθούμε με τα φώτα να αγιάσουμε τα ύδατα μπας και μας ξεσκονίσουν.
Παρά τα τόσα λέω, την αγαπάω αυτή τη γιορτή. Από μικρό παιδί. Διότι τελειώνουν οι επετειακές ανούσιες κουβέντες που κυριαρχούν τόσες μέρες. Σαν σχολικές διακοπές ακούγονται. Που ενώ αυτές τις απολαμβάνουμε, διότι το σχολείο σταμάτησε, αυτές οι ευχές μας ταράζουν και μας υποχρεώνουν να είμαστε καραγκιόζηδες. Εκατό πράγματα ακούς και εκατό μαλακίες λαμβάνεις σαν κάρτα. Από εστιατόριο μέχρι τράπεζα. Από μαζικής αποστολής μήνυμα στο κινητό τηλέφωνο, μέχρι γραπτή κάρτα πρόσκλησης να διασκεδάσουμε κάποια στιγμή στο μέλλον. Να σας πω μια αλήθεια; Την μοναδική ευχή που παραδέχομαι είναι του γωνιακού γραφείου τελετών. Που δεν μας στέλνει χρόνια πολλά. Ούτε χρόνια καλά. Τον γουστάρω τον νεκροθάφτη. Διότι ξέρει τι ζητάει από μένα και δεν μ’ ενοχλεί. Αυτουνού το μαγαζί θα πάω να αγιάσω σήμερα, και μέσα από την καρδιά μου θα του ευχηθώ να αποκτήσει σκάφος.
Πάντα τα Φώτα ήταν η αγαπημένη μου γιορτή. Διότι ήταν μια λογική ανθρώπινη γιορτή. Που δεν γιορτάζεις τίποτα. Ούτε τα ύδατα αγιάζονται, ούτε ο μαλάκας φωτίζεται. Κάνει και την ευθανασία το έλατο, τελειώνουν και τα εποχιακά γιαπιά με τα καρναβαλιστικά στολίδια, τελειώνει τα λεφτά κι έρχεται κι ο αη-Γιάννης και μαζεύει το καρναβάλι των πιστών του μπουζουκτζίδικου με τις μίνι φούστες και το γυναικείο όργανο έξω, φωταγωγημένο τόσες μέρες. Και θυμάμαι μόνο το στίχο του Σαββόπουλου. «Μέσα από τη ζέστα του σφαγείου και με στεφάνια δροσερά, θ’ ανταμωθούμε μια τρελή πρωτομαγιά… σε παραλίες σκουπιδότοπων… μια πολιτεία σωριασμένη έχω σκοπό».
Η γιορτή έχει κι ένα αρνητικό. Χάνω τους αγαπημένους μου καλικάτζαρους. Τους λατρεύω. Όλη τη χρονιά με σφυράκια, πριονάκια, κατσαβιδάκια, προσπαθούν να ρίξουν τη γη από τα χέρια του Άτλαντα. Χαλάνε τη συχνότητα των φώτων του δένδρου ή τρώνε τα ζαχαρωτά.
Σήμερα φεύγουν. Πού πάνε άραγε; Από πάνω ή από κάτω; Που θα με αφήσουνε; Τι θα έχω μετά; Φωτισμένους ηλίθιους, κλέφτες, απατεώνες; Ανθρώπους; Κι αυτοί οι καλικάτζαροι να μ’ αφήνουν επάνω μόνο μου και να μην με παίρνουν μαζί τους! Να μην καταλαβαίνουν ότι το υλικό μου σχήμα δεν είναι αληθινό. Κι εγώ με το αόρατο κόκκινο σκουφί κυκλοφορώ. Και πριονίζω την υπομονή και την ψυχραιμία. Δηλαδή τα δύο σιδεράκια που ανάβουν τη λάμπα της ελπίδας. Κι ενώ η λάμπα θα καεί, διότι τα μέταλλα έχουν συγκεκριμένη αντοχή, τα φώτα να μην κάνουν το έργο τους. Ο μαλάκας, η άσβεστος λυχνία, θα υπάρχει και θα φωτίζει τον ψεύτικο δρόμο. Ποτέ την πορεία. Και το ύδωρ να μη μας σώζει. Ο Σαούλ να πυρακτώνεται και το νερό να μην κουνιέται και τον πνίξει. Και να σταματήσει το πεφωτισμένο πανηγύρι!
Διαβαστε ακομα: