ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΕΚΔΙΚΗΘΕΙ... , ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ...
Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει τούτη τη νύχτα. Είναι πανέτοιμη να τα παίξει όλα. Ναι, ήρθε η στιγμή να ξεπεράσει κάθε δισταγμό. Δεν χρειάζεται να περιμένει άλλο... , εύχεται ''και ο θεός βοηθός... ''. Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη, θαύμασε τις καμπύλες της, ένοιωθε σιγουριά, ισορροπία μέσα της κι ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ακραίας αυτοπεποίθησης.
Αιχμάλωτη του αφεντικού, του Μάκου η Ευαγγελία, και διπλή ζωή. Από τη μία, νορμάλ ζωή με την οικογένειά της, τον φίλο της, ένα εξαιρετικό παιδί, τον Δημήτρη. Από την άλλη, κατέληξε ερωμένη, μία από τις ερωμένες του μαφιόζου Μάκου, ήταν και δοσμένη στην ηρωίνη. Τελικά, πήγε από υπερβολική δόση.
Πλησίασε τη μπάρα η Έλσα και την αγκάλιασε φιλήδονα, η έντονη σεξουαλικότητά της μεταδόθηκε σα ηλεκτρικό ρεύμα σε κάθε άνδρα στη σάλα. Έριξε τη ματιά της στον Μάκο, πρώτη φορά γεμάτη νόημα και πρόκληση. Τι σημαίνει αυτό; Με το φέρσιμο της μπερδεύτηκε ο άνδρας, όμως στο πρόσωπο δεν έδειξε την απορία του.
Ένα μήνα την πρεσάρει κι αυτή του αντιστέκεται. Την έχει ανάγκη, μετράει από κορμί και στο νούμερο της. διαφορετικά θα την είχε στείλει απ' εκεί που ήρθε. Από πού, ούτε και την ρώτησε. Του αρκούσε ότι είναι πράγματι η καλύτερη χορεύτρια στο μαγαζί. Μαζεύει στα μπούτια της τα περισσότερα χαρτονομίσματα από τους πελάτες.
Γύρω στα 40 χρονών ο Μάκος, κλασική παγωμένη σκατόφατσα γκάγκστερ. Τα μάτια παίζουν δεξιά, αριστερά, χωρίς να κουνάει το κεφάλι. Ανέκφραστος πάντα. Καπνίζει. Απόψε η δύσκολη Έλσα είναι αλλαγμένη, δεν κάνει λάθος, σα να του στέλνει ''μήνυμα'' ότι χορεύει για πάρτη του.
Η Έλσα συνεχίζει το παιχνίδι της. Κατεβαίνει από την πίστα, πλησιάζει στο τραπέζι του, προτείνει το μηρό της, λες είναι πελάτης, και θα της “φορέσει” ένα χαρτονόμισμα στην καλτσοδέτα. Πάλι δεν σπάει η σκληράδα στο πρόσωπο του. Αυτή δεν χάνει το ψεύτικο ενθουσιασμό, βολτάρει ανάμεσα στα άλλα τραπέζια και επανέρχεται στη σκηνή. Είναι σε έξαψη, την έχει καταλάβει ένας διονυσιασμός, τα λευκά της στήθη με τις ρυθμικές κινήσεις τους φανερώνουν υπερένταση. Με λάγνες ματιές πυροβολεί συνεχώς τον Μάκο, όσο οι παλάμες της παίζουν ερεθιστικά ολόγυρα από τα απόκρυφά της, και στους γοφούς.
Πλησιάζει ξανά τον Μάκο και λικνίζεται μπροστά του. Η στάση της τούτη τη νύχτα είναι ανεξήγητη, τελικά ο άντρας χώνει στην καλτσοδέτα της το κλειδί του δωματίου, στο ξενοδοχείο όπου μόνιμα διαμένει. Η Έλσα με χαμόγελο θριαμβευτικό και μια ξαφνική, γεμάτη χάρη κίνηση, και επιθετική θηλυκότητα, ρίχνει σχεδόν επιδεικτικά το κλειδί στο ποτό του. Προσβλητικό.
“Κορίτσι μου, το παρατραβάς, παίζεις με τη φωτιά...” την συμβουλεύει πατρικά ένα ηλικιωμένο γκαρσόνι στο καμαρίνι, λίγο μετά το νούμερό της. Να, και ο Μάκος. Ο γέρος σερβιτόρος αδειάζει τη γωνιά. Το αφεντικό κλείνει την πόρτα. Τον αγνοεί, λες δεν υπάρχει στα δύο μέτρα της. Λύνει το στηθόδεσμο της και απελευθερωμένα τα ζεστά και αφράτα βυζιά κυματίζουν με ρώγες φράουλες τραγανές. Η Έλσα σνιφάρει μια γραμμή κόκας. Το κάνει κι αυτό. Να του δείξει ότι έχει τις αδυναμίες της. Ότι είναι τρωτή.
“Παίζεις μαζί μου;...” την ρωτάει αυστηρά, ανακριτικά.
- Γιατί να το κάνω;..., του απαντάει αδιάφορα.
Την πιάνει σφικτά με τα δυο του χέρια, την ακινητοποιεί. “Το ξέρεις ότι σε θέλω...”. Η Έλσα παίζει θέατρο, είναι η πρωταγωνίστρια στη δική της παράσταση. Χωρίς να τον κοιτάει, του λέει με σβησμένη φωνή...
Πήγαν στο ξενοδοχείο, στο δωμάτιό του. Προπονημένη άριστα η Έλσα, κέρδισε οριστικά την παρτίδα. Ο Μάκος εκείνη τη νύχτα βίωσε το τι μπορεί να κάνει με άντρα μια αληθινή Εύα του Παραδείσου και της Κολάσεως. Έγιναν ζευγάρι. Την αδελφή της, την αδικοχαμένη Ευαγγελίας την είχε ρίξει στη σκόνη για να την έχει του χεριού του ο Μάκος.Για να πετύχει στο στόχο της η Έλσα έγινε κομμάτι της ζωής του.
Ό,τι ενοχοποιούσε τον Μάκο η Έλσα τα είπε στον Δημήτρη, τον σύντροφο της μακαρίτισσας αδελφής της, κι αυτός ενημέρωσε την ασφάλεια. Η τιμωρία του Μάκου, η εκδίκηση της Έλσας. είναι γεγονός. Δεν αισθανόταν λερωμένη, επειδή κυλίστηκε στο κρεβάτι με τον μισητό της άντρα, μ' έναν κάθαρμα. Δεν γινόταν διαφορετικά, πως αλλοιώς θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη του, και θα μάθαινε όσα χρειαζόταν προκειμένου αυτός να τιμωρηθεί από τη δικαιοσύνη.
“Νοιώθω ενοχές...” είπε στον Δημήτρη η Έλσα. “Νοιώθω ότι προλάβαινα να γλυτώσω την αδελφή μου, αλλά δεν το έκανα, άργησα να πάρω είδηση τι της συνέβαινε... Το ότι έβαλα στη φυλακή έναν αυτό το καθήκι, ότι τον κατέστρεψα οικονομικά, δεν μαλακώνει τη συνείδησή μου για την απώλεια της Ευαγγελίας...”.
Μετά από ένα μήνα, ο Δημήτρης της τηλεφώνησε. Βγήκαν για φαγητό. Διαπίστωσαν χημεία μεταξύ τους. Όταν έφυγαν από την ταβέρνα, οι δυο τους μια αγκαλιά, φιλική και ερωτική. Σύντομα έγινε ο γάμος τους.
Διαβαστε ακομα: