ΜΕΛΠΩ, Η ΑΤΑΚΤΗ ΣΥΖΥΓΟΣ
Το καλύτερο παιδί ο Βαγγέλης, καρδιά μάλαμα, εργατικός, λαϊκός άνθρωπος, κλειδαράς στο επάγγελμα. Γούσταρε με χίλια την Μέλπω και παντρεύτηκε, παρ’ ό,τι γνώριζε ότι προηγούμενα υπήρξε γκόμενα 3-4 γνωστών του. «Μέλπω, είμαι όλος δικός σου, μεγάλη επιτυχία μου να σε αποκτήσω, όμως αυτά που ήξερες τα ξεχνάς...» της ξηγήθηκε στο παστρικό ο Βάγγος έξι μήνες μετά τη γνωριμία τους. Έκαναν και δύο παιδιά, όλα έδειχναν φίνα και σένια. Τουλάχιστον έτσι θαρρούσε ο κλειδαράς διότι, σου λέει, δεν είναι δυνατόν να κάνει την κουτσουκέλα η Μέλπω, όταν είμαι τσίφτης μαζί της κι εκείνη περνάει φίνα και ωραία, πολύ καλύτερα από πριν το γάμο της.
Μετά από 11 χρόνια δύο φιλαράκια στο στρατό συναντιώνται σε τράπεζα. Ο Βαγγέλης, ο βιοπαλαιστής, και ο Νότης, γιος γνωστού βιομήχανου. Θυμήθηκαν τα παλιά, διότι πράγματι οι δυο τους, παρά το διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, ως φαντάρια έκαναν καλή παρέα. Ο Νότης, μάλιστα, τον κάλεσε στο σπίτι του, στο πάρτυ λόγω της ονομαστικής του εορτής.
«Ρε, Νότη, τι γυρεύει εδώ αυτή η απίθανη η Μέλπω;...» τον ρωτάει ένας αντιπρόσωπος αυτοκινήτων. «Είναι η γυναίκα παλιόφιλου, από το στρατό. Εσύ, Λούη, πού την ξέρεις;...». Και ο Λούης λέει στον εορτάζοντα Νότη για την Μέλπω πράγματα και θαύματα. Ότι την έχει πάρει, όχι μόνον αυτός, ότι είναι γυναίκα που δεν αντιστέκεται, με τη μία κατεβάζει το βρακί, δεν έχει πρόβλημα να κάνει ό,τι της ζητήσεις, γουστάρει, ρε παιδί μου, σε μια νύχτα να αλλάξει παρτεναίρ στο κρεβάτι και τρεις και τέσσερις φορές.
Τα ‘χασε ο Νότης! Μετά από μία ώρα τον πλησιάζει ο Λούης «Αυτή τη στιγμή η γυναίκα του φίλου σου είναι με τον Ντίνο, εγώ τελείωσα μαζί της πριν μισή ώρα…». Μαρμάρωσε ο Νότης! «Τι λες, ρε;…». «Σου λέω αν θες να πάρεις σειρά, προλαβαίνεις, έχουμε καιρό, το κορίτσι είναι θεά…».
Δεν πέρασαν τρεις εβδομάδες νέα πρόκληση για άλλο πάρτυ, αυτή τη φορά στην Εκάλη. Ίδιο σκηνικό. Πού να φανταστεί ο αφελής Βαγγέλης ότι από την παρέα των νέων «φίλων» του όλο και κάποιος απουσίαζε για 15-20 λεπτά.
Μετά από ένα μήνα, άλλη πρόσκληση για πάρτυ, στην Βουλιαγμένη. Σε κάθε πάρτυ παρών στην παρέα των κολεγιόπαιδων και ο Μάρκος, σταθερά πρώτος μαθητής της τάξης όταν πήγαιναν σχολείο. Ο εν λόγω Μάρκος, περίεργο παιδί, μονόχνωτο, από τη δεύτερη φορά που είδε την Μέλπω κάτι μυρίστηκε. Ε, στο πάρτυ της Βουλιαγμένης τα κατάλαβε όλα. Τη μηχανή που είχαν στήσει οι άλλοι μάγκες, οι παλιοί συμμαθητές του.
''Μάγκες, θέλω κι εγώ κομμάτι από τη γιαουρτόπιττα'', απαίτησε ο Μάρκος. Δεν γίνεται, του λένε. Δεν χωράει πέμπτος. Δεν προλαβαίνει πέμπτος σε μία βραδιά, ξέχασε το. Ο Μάρκος επέμεινε, οι άλλοι αρνούνταν.
Τηλέφωνο ο Μάρκος στον Βαγγέλη. Να τα πούμε από κοντά. Δεν λέγονται από τα σύρματα αυτά. Και συναντιώνται. Το και το, Βαγγέλη. Ο οποίος σύζυγος της Μέπως με μαύρη καρδιά επέστρεψε σπίτι. Τρεις μέρες λέξη δεν βγήκε από το στόμα του. ''Τι έχεις, Βαγγέλη, γιατί δεν μου λες, γιατί είσαι φαρμακωμένος;'' να επιμένει η κυρά του, η Μέλπω.
Την τέταρτη ημέρα ο Βαγγέλης, ο αμίλητος, είχε πάρει τις αποφάσεις του. Το ξύλο της αρκούδας έφαγε η Μέλπω. Την σακάτεψε. Την έστειλε στο νοσοκομείο. Χωρίς, πάλι, να της πει λέξη.
Τηλέφωνο ο Βάγγος στον Νότη. ''Σκέφθηκα να κάνω κι εγώ ένα πάρτυ. Να σας το ανταποδώσω, ρε παιδιά. Επειδή, όμως, το σπίτι μου δεν είναι σόι, νοίκιασα ένα μαγαζί, για τη φάση...''. Ποια φάση είχε κανονίσει δεν είπε τίποτα σχετικό, μόνο ''Θα σας ετοιμάσω τους καλύτερους μεζέδες... ''.
Το μαγαζί ήταν μία μικρή κοσμικίζουσα ταβέρνα. Μόνο για πάρτη των τεσσάρων προσκεκλημένων του, με τις συζύγους τους, βέβαια. Τον ρώτησαν, πού είναι η γυναίκα του. ''Όπου να ‘ναι έρχεται και η Μέλπω'' τους κοίμισε η Βαγγέλα.
Έπεσε και ξεβράκωμα, όχι μονάχα ξύλο. Αφού τους πέρασε τρία χέρια ο ένας, μετά πήρε σειρά ο πορτιέρης, να συνεχίσει την προπόνηση.