ΣΤΑ ΓΑΡΓΑΡΑ ΝΕΡΑ, ΕΚΕΙ ΣΤΑ ΚΑΤΟΥΡΗΜΕΝΑ ΝΕΡΑ...
Ένας από τους λόγους που πάω διακοπές είναι να ξεφύγω από την πόλη. Να ζήσω με άλλους ρυθμούς και να καθαρίσει το κεφάλι μου. Κι άλλους λόγους έχω βέβαια, αλλά δεν γράφονται διότι το διαζύγιο πλέον παρέχεται σε συσκευασία κοσμήματος. Είναι πανάκριβο. Και δεν είναι και της παρούσης.
Μαζεύω λοιπόν τα πράγματα μου και βουρ στο νησί και τη φύση του. Φτάνω. Και τι κάνω; Κατ’ αρχάς τα στραβά μάτια. Δηλαδή προσποιούμαι ότι έτσι οικογενειακά ήθελα να πάω κι όχι με καμιά δεκαπενταριά πουτάνες. Ότι οι παραλίες δεν έχουν γίνει μπουζουκομάγαζα και θα πρέπει να ρεζερβάρω πρώτη ξαπλώστρα πίστα μπας και κάτσω σαν άνθρωπος. Κατά δεύτερον προσπαθώ να μην δίνω σημασία σ’ όλους αυτούς τους νόμιμους μετανάστες που λέγονται τουρίστες κι έχουν μεταφέρει την πόλη τους στο νησί, μαχόμενος να πεισθώ ότι είμαι στον παράδεισο. Είμαι αποφασισμένος να περάσω καλά. Μεγάλο πράμα η αυθυποβολή.
Και τί μαλακισμένα ζώα είναι τα πουλιά. Αντί να πάνε να φάνε τα έντομα που με ενοχλούν, κι είναι και η κανονική τροφή τους, αυτά ασχολούνται με άλλα. Άκρη δεν βγάζω κι αποφασίζω ότι του χρόνου θα έχω μαζί μου ένα κατοικίδιο, να με προστατεύσει. Κάτι σε μυρμηγκοφάγο, αραχνοφάγο, σφιγγοφάγο. Ωραία τα ζώα της φύσης δε λέω, αλλά να τα βλέπω σε ντοκιμαντέρ. Όχι να περπατάνε πάνω μου επειδή βαρέθηκαν το περιβάλλον τους. Ωραία η φύση, όχι κι όλα τα τερατουργήματα της. Να επιμένει να θέλω και να συμβιβαστώ μαζί της, επειδή την έκανα διακοπές.
Τέλος πάντων. Κλείνω το φερμουάρ της σκηνής με την πλαστική σίτα κι αράζω. Και εκεί που νοιώθω ότι είμαι ήρεμος κατακτητής, έστω και μέσα στο πλαστικό καβούκι, ξαναβρίσκομαι στην πλατεία της πόλης. Της πουτάνας γίνεται από τα τζιτζίκια. Ρε, τι είναι αυτό το πράγμα ; Ζού ζού και ζού ζού, μου θυμίζουν την λεωφόρο Καβάλας σε ώρα μποτιλιαρίσματος. Είπαμε, τα στραβά μάτια μπορείς να τα κάνεις. Τα στραβά αυτιά πώς ακριβώς γίνονται;
Καθώς προχωράω πατάω τρία αγκάθια, κάμποσες γόπες, μερικές κοφτερές πέτρες. Έχει συνεργασθεί και ο άνθρωπος και η φύση, σκέφτομαι. Φτάνω στην άκρη και βλέπω τους πάντες έξω. Η θάλασσα έχει τσούχτρες και φύκια. Κυκλοφορούν δράκαινες κι επειδή φυσάει και προς τα έξω, έχουν έρθει σε μας οι βρωμιές των απέναντι. Είμαι άτυχος που δεν έχει άπνοια. Θα κολυμπούσαμε στα δικά μας απόβλητα, που τα ξέρουμε. Των απέναντι ποιος ξέρει τι σύσταση έχουν;
Διαβαστε ακομα: