Ο ΡΟΜΠΕΝ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ

 

Ψυχρά μάτια. Λεπτά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Όταν ντυνόταν με τα κυριακάτικα ρούχα, να πάει στην εκκλησία, όλοι έβλεπαν έναν λόρδο. Έναν οικογενειάρχη, νοικοκύρη, όχι τον πιο διάσημο παράνομο του far west. Τον θρυλικό ληστή ταχυδρομικών αμαξών και τραίνων. Τον Jesse James, τον αδίστακτο φονιά, γεννημένο Σεπτέμβριο του 1847, και κατάφερε να ζήσει μέχρι τα 35 του χρόνια. 

Στις 3 Απριλίου το 1882 τον σκότωσε ένα μέλος της συμμορίας του. Ένας έμπιστος του. Ο «δειλός Ρόμπερτ Φορντ» όπως πέρασε στην Ιστορία, επειδή πυροβόλησε πισώπλατα στο κεφάλι τον άνθρωπο που θαύμαζε, τον Τζέσε Τζαίημς. Για να δηλώσει υποταγή στο νόμο και να κονομήσει το πακέτο της επικήρυξης του «αμερικάνου Ρομπέν των Δασών».

Ο κόσμος αγαπούσε τον Τζέσε Τζαίημς. Αυτός είναι ο κόσμος. Ο αιώνιος κόσμος. Φοβάται αλλά και θαυμάζει τον επαναστάτη, τον αντιστασιακό, τον αντικαθεστωτικό. Τον αντικοινωνικό. Τον παράνομο. Αυτός είναι το παλληκάρι, όχι ο επιστήμων, ο καλλιτέχνης, ο δάσκαλος, ο επιχειρηματίας, ο τραπεζίτης, ο δικαστής, αστυνόμος, ο παπάς.

Τελείωσε ο εμφύλιος στην Αμερική και ο νότιος πατριώτης Τζέσε Τζαίημς πήρε τα βουνά, με τον αδελφό του, και αφού έφτιαξε συμμορία το’ ριξε στις ληστείες. Το 1866 έκανε την πρώτη ληστεία τράπεζας στην Ιστορία. Εξελίχθηκε σε σύμβολο αντίστασης των ηττημένων νοτίων από τους βόρειους. Είχε και... πολιτικές θέσεις εναντίον των ρεπουμπλικάνων.

Ο πατέρας του Τζέσε ήταν ιερέας, και εγκατέλειψε την οικογένεια του να πάει να βρει χρυσό. Η μάνα του, που ξαναπαντρεύτηκε άλλες δύο φορές, χάραξε στον τάφο του Τζέσε: «Στη μνήμη του αγαπημένου μου γιου, που δολοφονήθηκε από έναν προδότη, το όνομα του οποίου δεν αξίζει να αναφερθεί…».
Διαβαστε ακομα:

ΚΑΛΑΜΠΟΚΙ ΜΟΥ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ