Η ΜΑΣΤΟΥΡΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡΜΑΝΑ

 

Φοβερά πράγματα. Μισό δις, σε δραχμούλες λέω, έφαγε το παλληκάρι τα τρία τελευταία χρόνια στην μαρμαρόσκονη. Μιλάμε τώρα στην γλώσσα των κοκάκηδων. Αυτών που πίνουν την κόκα. Την αγγελόσκονη. Την σκόνη των αγγέλων. Σε κάνουν άγγελο με φτερά και πετάς και σπρηντάρεις σ’ άλλους κόσμους. Στης μαστούρας τους κόσμους. Έτσι, λοιπόν, και είσαι της αρχιεπισκοπής, δηλαδή του μεγάλου σωματείου, της μεγάλης σχολής της κοκαΐνης, θες πάνω από πέντε τζε την ημέρα. Για υπολόγισε. Για βάλτα κάτω. Εκατόν εβδομήντα ευρώ η «γραμμή», το τζε, δηλαδή.

 

Το τζε βγαίνει από το G, το αρχικό του γραμμαρίου. Πίνει ο άλλος, σου λέει, τρία τζε, δηλαδή τρεις γραμμές. Τόσο θέλει, τόσο πληρώνει στην βαπόρα, στο βαποράκι. Ο δικός σου, όμως, που λέγαμε, θέλει πάνω από πέντε γραμμές την ημέρα και τι γραμμές; Όχι του ενός δάκτυλου, αλλά υπερενισχυμένες σαν παλαμάρι. Γι’ αυτό σου λέω ότι ξηγήθηκε μέχρι μισό δις τα τρία τελευταία χρόνια. Διότι αυτό θέλει. Όλη την ημέρα να ‘ναι μαστούρης. Η καλύτερη του. Λοιώμα. Αυτό γουστάρει. Αυτό πληρώνει. Τον αιθέρα. Με τον αιθέρα, το πρώτο πράμα, το άλφα διαλογής, έχει απαιτήσεις το παλληκάρι. Να του φύγουν τα γαμημένα προβλήματα. Να πάνε να γαμηθούνε όλοι οι άλλοι. Αφήστε με στον κόσμο μου. Και να του ανοίξει η διαύγεια. Να φτιαχθεί, ρε παιδί μου. Και αν οι άλλοι δίπλα του σκοτώνονται, πλακώνονται στα μπινελίκια, ας τραβήξουν και μαχαίρια, αυτός στον κόσμο του. Αυτός να γελάει. Την βρίσκει όπως την βρίσκει με το ποτό του. Τη κόκα του. Και μην του φύγει η μαστούρα. Και μην του ‘ρθει η χαρμάνα. Φοβερά πράγματα.

 

Ποια είναι τα φοβερά πράγματα; Πλακωθήκανε όλοι οι μαλάκες τώρα με τους κωλολυμπιακούς αγώνες με αυτή τη μαλακία το ντόπινγκ. Τη μάστιγα, λέει, του αθλητισμού. Αστεία πράγματα. Σε παρακαλώ. Ρε, πλάκα μου κάνετε; Ποιος αθλητισμός; Και τι μ’ ενδιαφέρει εμένα αν φαρμακώνονται οι πρωταθλητές και με κάργα τα δηλητήρια βγαίνουν οι ολυμπιονίκες; Δεν το καταλαβαίνω. Γιατί να με ενδιαφέρει εμένα τον θεατή. Αυτό είμαι. Θεατής.

 

Πάω και πληρώνω για να ακούσω τον τραγουδιάρη. Να μην πάω στο μαγαζί του επειδή ο αοιδός πίνει; Δεν γίνεται Έτσι είναι. Δεν γίνεται χωρίς να πιει. Δεν θα μου βγει φτιαγμένος. Δεν μιλάω για τους Νταλάρες, τους ποιητικούς. Άστους αυτούς. Αυτοί δεν είναι της αρχιεπισκοπής, ούτε της μητροπόλεως. Δεν τα ξέρουν τα ποτά αυτοί. Δεν τα έχουν δοκιμάσει ποτέ. Οι άλλοι, όμως, όταν ανέβουν στην πίστα θέλουν να θυμούνται και όσα τραγούδια έχουν ξεχάσει. Στην έμπνευση θέλουν να ‘ναι, στην φτιάξη. Και σε ποιους τραγουδάει; Κοκάκηδες και οι πελάτες του μαγαζιού. Οι καλοί πελάτες, οι καλές παρέες που η κάθε μία θα του κάνει ζημιά ένα δίφραγκο, σε ευρώ μιλάμε τώρα. Να καταλαβαινόμαστε.

 

Μία τόκα θα μας κάνεις, μεγάλε; Έτσι πάει. Τηλεφωνάει ο τραγουδιάρης στον καλό πελάτη και του λέει Έλα το βράδυ στο μαγαζί, σε περιμένω… Και ο πελάτης ρωτάει το παρασύνθημα. Θα μας κάνεις μία τόκα, μία πάσα ντε, μία μυτιά; Δεν χαλάμε χατήρια. Και κάνουμε και κέρασμα με καλό πράμα.

 

Πότης ο καλλιτέχνης, πότης και ο χαρτωμένος πελάτης, πελάτης και στο μαγαζί και γιατί όχι προσωπικός πελάτης του τραγουδιστή, που μπορεί να ξηγηθεί κέρασμα μια μυτιά, να σπρώξει επιτόπου, αλλά και τίποτα ψιλές για να την βγάλει ο άλλος στο κότερο του. Που σημαίνει ότι ο τραγουδιστής κάνει και το βαποράκι και έτσι βγάζει τις ψιλές του κι αυτός, ακόμα και τις χοντρές του. Ποιο ντόπινγκ μου λέτε, ρε. Αυτά που σας γράφω τώρα γίνονται από την εποχή του Τρικούπη. Σοβαρά μιλάμε. Σοβαρά και έγκυρα.

 

Έλα βράδυ, τηλεφωνεί ο τραγουδιστής στον πελάτη, όχι σε τίποτα οικογενειάρχες, αλλά σε κοκάκηδες. Και ρωτά ο άλλος, ''Έχουμε τίποτα καλό, παίζει τίποτα;''. Παίζει, του απαντά το λαρύγγι, έλα να μ’ ακούσεις το βράδυ… Και μόνον οι τραγουδιστές πίνουν και οι επίλεκτοι πελάτες; Στο κόλπο και οι μουσικοί. Και οι σερβιτόροι. Και οι επιχειρηματίες

 

Επί Ανδρέα Παπανδρέου η κόκα είχε γίνει της μόδας, είχε φουντώσει η δουλειά. Και σήμερα ξαναπήρε επάνω της η κόκα κι έρχεται πράμα από Αλβανία και Γεωργία. Η πιο καθαρή έρχεται από Τουρκία. Σκόνη με βραχάκια. Άλφα πράμα. Τι λέγαμε; Που είμαστε; Ακόμα δεν φθάσαμε στο ντόπινγκ και τους πρωταθλητές.

 

Λέγαμε για τους τραγουδιστές. Και οι τραγουδίστριες. Όχι όλες. Είπαμε. Δεν λέμε ονόματα. Ποτέ. Δεν πάει να σου αραδιάσω με ονόματα ποιος τραγουδιστής είναι ο αρχηγός, ποιος το δεύτερο όνομα στην κόκα, ποιος έχει το νούμερο τρία και πάει λέγοντας. Όχι τέτοια, πράγματα. Όπως οι αθλητικοί συντάκτες, ακόμα και ο Ντόπερμαν Γαλούπης λέει, λέει, λέει, όμως κάνει τη πάπια σε ονόματα, έτσι κι εγώ ως καλλιτεχνικός συντάκτης δεν βάζω ονόματα στο στύλο μου.

 

Βεβαίως υπάρχει ο πρωταθλητής στην κόκα, όπως ο άλλος παίρνει το αργυρό μετάλλιο κι ο άλλος με τίποτα δεν χάνει το χάλκινο. Υπάρχουν οι ρέκορντμαν στο άλλο σπορ, στο χασίσι. Όλοι θέλουν να συναντηθούν με την μαστουρία αλά Μαντζουρία κι έτσι και τους κυνηγήσει η αστυνομία, έτσι και τους μαγκώσει θα τους σηκώσει μαζί με το αυτοκίνητό τους. Μ’ αυτό το καινούργιο το ναρκοτέστ δεν γλυτώνει κανένας.

 

Εδώ, όμως, μιλάμε για μαστούρα μέχρι τα μπούνια. Γι’ αυτό σου λέω ποιο δίπλωμα οδήγησης; Τους παίρνεις και δεν τους ξαναδίνεις ούτε το αυτοκίνητο. Όταν ο άλλος είναι χεσμένος όλη μέρα στην κόκα. Και μόνο με τη κόκα νταραβερίζεται. Να έρθω να τραγουδήσω στο μαγαζί σου; Μέσα είμαι αν μου δίνεις τζάμπα τη κόκα και είμαστε οκέϋ και μόνο βάλε με στην ξενοδοχειάρα μου για να την βρίσκω, να πιάνω το φλας μου, να περπατώ ακίνητος στον κόσμο των ονείρων, να γίνομαι άλλος άνθρωπος, αυτός γουστάρω.

 

Κι όταν ο άλλος είναι χρόνια στο κουρμπέτι, πολύχρονος είναι ο άνθρωπος, χρόνια στη χρήση, τι να του κάνουν τα τρία και τα τέσσερα τζεμ. Θέλει τουλάχιστον πέντε τζεμ, πέντε γραμμούλες. Και στην πλάκα ο έμπορας θα του πάρει το χιλιάρικο. Και δεν τον νοιάζει η τιμή. Σιγά τώρα, εκεί θα κολλήσουμε; Από 160, 170, άντε 180 ευρώ η γραμμή στα 95 τα εκατό καθαρή και με βραχάκια σκόνη, που την σπας με μία χρονοκάρτα. Έχεις λεφτά; Δεν το παζαρεύεις το πράμα. Και όταν είσαι ματσωμένος επιτόπου το έτσι στο στέλνουν. Δεν γίνεται να μιλάμε για κόκα και να ασχολούμεθα με τα λυγούρια. Μόνον με τους έχοντες. Μόνο μ’ αυτούς που έχουν φάει το δάγκωμα του βρυκόλακα. Έτσι είναι. Έπεσες στην κόκα; Σε δάγκωσε βρυκόλακας. Και το πιθανότερο είναι να καταλήξεις στη φυλακή ή πριν της ώρας σου στο τάφο. Γνωστά πράγματα αυτά.

 

Οι τραγουδιστές οι πρώτοι ντοπαρισμένοι. Δεν λέμε ονόματα. Πολύ περισσότερο όταν κάποιος είναι συγχωρεμένος. Αυτόν που γούσταρα εγώ σαν μουσική, σαν τραγούδι, λέω τώρα για τον αρχηγό, ήθελε είκοσι τσιγάρα τρίφυλλο. Φούντα ήθελε ο συγχωρεμένος, όχι σκόνη. Φουντάκιας ήταν. Μόνο τσιγαριλήκι. Δεν έπινε κόκα. Γι’ αυτό ήταν και κομμάτι γεματούλης. Πάντως κι αυτός ντοπαριστής, μάλλον ντοπαρισμένος ήταν, όπως όλοι οι άλλοι του έτσι κολποραίησιον. Πήγαιναν στην Καλαμάτα και τους έπαιρναν όλα τα λεφτά. Κανένας τραγουδιστής δεν πληρωνόταν από τους παλιούς, όσους ήταν του σωματείου. Της αρχιεπισκοπής, που λέγαμε.

 

Η πουτάνα η χαρμάνα. Χαρμανιάζεις. Τρελαίνεσαι με την χαρμάνα. Τα πάντα είσαι έτοιμος να κάνεις για να περάσεις τη χαρμάνα. «Χαρμάνα περνάω…» σου λέει ο άλλος. Άσχημη χαρμάνα. Είπαμε. Το είπαμε. Του φεύγει η μαστούρα και του ‘ρχεται η άσχημη χαρμάνα. Όταν δεν έχεις τη ψιλή σου, τη δόση σου τη μικρή, τότε είσαι χαρμάνης. Στα καμαρίνια τον βλέπεις τον άλλον όχι με γραμμές δύο και τριών πόντων, αλλά με γραμμές δέκα πόντων. Για να τον πιάσει αυτόματα. Αυτή είναι η κοκαίνη. Έχει μέσα της αυτή την γαμημένη «ίνη», και σε πιάνει η εξάρτηση.

 

Ο αρχηγός πέθανε. Η κόκα δεν πεθαίνει, όμως. Μαστουρόβιος βγήκε ο γιος. Κοκοβιός. Πώς να πεθάνει η κόκα όταν τους ξυπνάει. Γι’ αυτό τη λένε «ξυπνητήρι». Τους ξυπνάει, μία κουβέντα είναι αυτή. Νομίζουν ότι τους ξυπνάει. Και οι μάγκες δεν βγαίνουν στη πίστα αν δεν αρπάξουν μια ψιλή. Δεν νοιώθουν καλά. Τους πονάνε τα κόκκαλα. Μιλάμε τώρα για κόκα, δεν ασχολούμεθα μ’ αυτή τη μαλακία το αντιντόπινγκ κοντρόλ και γιατί δεν πήγαν να δώσουν δείγμα η Θάνου και ο Κεντέρης.

 

Ο Κώστας Καρουσάκης, πάντως, και το υπογράφω θα πήγαινε κατ’ ευθείαν έτσι και τον ζητούσαν να του κάνουν τεστ. Δεν είναι εξαίρεση απλώς ο Καρουσάκης, είναι η τεράστια εξαίρεση διότι το παλληκάρι ποτέ δεν δοκίμασε καν και ποτέ δεν έμαθε από επικίνδυνα ποτά. Οι άλλοι; Φτημπαίρ. Την καίνε σε κουταλάκι και την πίνουν, την τραβάνε με καλαμάκι. Έτσι κάνουν οι αγριοφορτωμένοι, όχι τα μπατήρια. Και με τη μια τους κτυπάει στον εγκέφαλο. Γιατί να σπάσει τη μύτη τους, γιατί να υποχρεωθούν να βάλουν από μέσα σιδερένια ρουθούνια. Καπνιστή, που λες. Φτημπαίρ.

 

Αυτός είναι ο κόσμος της κόκας. Τραγουδιστές, μοντέλα και πουτάνες. Και επίτηδες οι αγαπητικοί και οι νταραβεριτζήδες δίνουν κόκα στα κορίτσια των μπουρδέλων, όπως και στις χορεύτριες στα στρηπτητζάδικα. Αν η κοπέλλα δεν είναι ντρεζαριστή πως θα έρθει στο τραπέζι σου να στον πιάσει κιόλας εσένα του πελάτη;

 

Υπάρχει πράμα άφθονο στην αγορά. Ό,τι θέλεις βρίσκεις, αρκεί να ‘χεις λεφτά. Παίζει και η καφέ κόκα, αυτήν που την έχουν μπερδέψει, αυτή που είναι βήτα εθνικής. Η άλφα εθνικής, η κρυσταλιζέ, η άσπρη με βραχάκια όλο, ο αιθέρας είναι το καλλιτεχνικό κόλπο, το ακριβό με το οποίο την έχουν καταβρεί οι ματσωμένοι. Οι μπάτσοι; Τον έχουν χάσει τον έλεγχο. Είναι εκτός κόλπου. Δεν τους λογαριάζει κανείς. Βρωμάει ο τόπος από πρεζόνια στην πλατεία Βάθης, όλοι κάνουν το νταραβέρι τους και πιάνουν τα αρχίδια τους όταν δουν μπάτσους. Τι να τους κάνουν οι πολιτσμάνοι; Να τους πιάσουν επειδή είναι πρεζόνια, επειδή είναι χρήστες; Δεν τους θέλουν μέσα. Έλα, ρε. Άρρωστα άτομα είναι. Και χειρώτερα αν τους μπαγλαρώσουν για τον Κορυδαλλό. Μα εκεί, μέσα στην φυλακή, θα βρουν πιο εύκολα το πράμα.

 

Έτσι που λες. Εκεί πήγε η δουλειά. Το πιο εύκολο σήμερα είναι να βρεις κόκα και χασίσι και χασισέλαιο. Άλλη μαστούρα αυτή. Το χασισέλαιο. Και πολύ αριστοκρατική, όπως και η κόκα. Το χασισέλαιο, το αφιόνι όπως λένε, το βγάζουν από μεγάλες ποσότητες χασισιού, από 300 κιλά πράμα.

 

Δεν μιλάμε για ηρωίνη. Στην ξεφτύλα την βρίσκεις την πρέζα με τρία ευρώ το τζε. Χέρι χέρι την πουλάνε παντού. Ομόνοια, Βάθης, κιλά κάθε μέρα το αλισβερίσι.

 

Πάρε τη πρέζα και κάνετη όπως γουστάρεις, κύριε μαλάκα. Μυτιά ένα, καπνιστή δύο, τρία και δυνατή ένεση που πάει στο αίμα. Και κάποια φορά στο δίνουν, κύριε μαλάκα, αφού το αλέθουν με στρυχνίνη και τεζάρεις επί τόπου. Δεν θυμάσαι μέχρι τις προάλλες που πέθαιναν δυο – τρεις την ημέρα; Και φέτος, απ’ ό,τι ακούγεται στην πιάτσα οι Αλβανοί θα τους κάνουν να παραμιλάνε. Μη ξεφεύγουμε.

 

Αφήνουμε την κόκα και τους κοκαϊνομανείς, που δεν τους παίρνει αν δεν έχουν λεφτά, κάποιοι για να ακολουθήσουν αυτό το παιχνίδι, μέχρι και την πολυκατοικία του μπαμπά έχουν σπρώξει στο τραπέζι, εννοώ στο τζίρο της βαποριάς, κι ερχόμαστε στο ντόπινγκ. Πληθωρισμός στην πιάτσα από την κόκα, σούπερ πληθωρισμός και στα απαγορευμένα φάρμακα για τους αθλητές. Είπατε τίποτα; Όσοι δεν είπατε τίποτα, για σκεφθείτε το λίγο ακόμα.

 

Ώστε έτσι; Οι ντοπαρισμένοι αθλητές μολύνουν το ολυμπιακό πνεύμα. Αυτό μας μάρανε. Και βλάπτουν και την υγεία τους. Γι’ αυτούς ενδιαφερόμεθα. Έτσι είναι. Θέλουμε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο. Ρε! Ρε, μήπως την αγγελόσκονη, την πρέζα, την σούπερ ντόπα την έχει φάει ο κοσμάκης και χωρίς να πιει, και χωρίς να ντοπαριστεί; Χαίρετε.

 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟΝ ''ΦΙΛΑΘΛΟ'' ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ 2004
Διαβαστε ακομα:

ΣΕ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ ΤΟ ΣΟΚ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ