ΚΑΠΟΙΑ ΛΑIΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Για τη νυχτερινή διασκέδαση, τα σκυλάδικα, τα κωλάδικα, τα ορθάδικα, τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη, τον Θεοδωράκη και τον Χατζηδάκι, τα τσιφτετέλια και τους καρσιλαμάδες, ένα κείμενο του Νίκου ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΗ που είχε δημοσιευθεί στις 6 Ιανουαρίου 2008. Το αναδημοσιεύω επί λέξει:
Ο νεόπλουτος της δεκαετίας ’70
Δεν υπάρχει νύχτα…, την πάτησε το τραίνο. Την έχω χεσμένη και κατουρημένη τη νύχτα της εγχώριας διασκέδασης από την γκλαμουράτη με στρας και λαμέ μέχρι την αρκουδιάρικη αραβοτούρκικη μ’ όλο το Λεχριστάν επάνω στα τραπέζια και γαμώ τα τσιφτετέλια όταν τα χορεύουν περίεργης ράτσας αρσενικά και κάτι τσούπρες που κουνιούνται έτσι επειδή θέλουν να δείξουν πώς το κάνουν.
Ρε, τι δουλειά έχουν με τη μουσική και τον χορό αυτά τα καψουροσουξέ που μαστουρώνουν τους γύφτους με τα παληοσίδερα φορτωμένα στα ντάτσουν, τους αλβανοκοσοβάρους με τα καλάσνικωφ και τους ταρίφες πάνω στο τιμόνι. Μας την έχουν πέσει, έστω και καθυστερημένα. Σα να την είχαν στημένη πριν 40 χρόνια, από τότε περίπου που ξεκίνησε η ζημιά.
Δεν χρεώνω τίποτα σε βάρος της χούντας των συνταγματαρχών. Καμμία ευθύνη. Στη μνήμη μου έχει καταγραφεί σαν ανέκδοτο η δικτατορία. Μια μαϊμού κατάσταση, που δεν είχε τη δύναμη και την αλήθεια να επηρεάσει, να διαμορφώσει, να επιβάλει ήθος, κουλτούρα, άλλη σκέψη. Ο σοσιαλισμός του κώλου του Ανδρέα να έπαιζε πολιτικά στην Ελλάδα την περίοδο της συμμορίας του κλόουν Παπαδόπουλου πάλι η κατρακύλα θα έπαιρνε κανονικά τον δρόμο της, διότι πάνω από τα κόμματα, πέρα από τις παπαριές των πολιτικών εδώ στο Σκυλαδιστάν παίζουν μπάλλα εκείνες οι ανεξέλεγκτες λαϊκές δυνάμεις, εκείνα τα λαϊκά γούστα που μπασταρδεύουν και εκπορνεύουν ό,τι ωραίο και λεβέντικο και παραδοσιακό.
Λέω ότι δεν υπάρχει νύχτα. Την πηδάνε κάτι λούμπεν λαϊκά ακούσματα που τα γουστάρουν σκύλοι και σκύλες και να πάνε να γαμηθούνε οι φράγκοι με την κωλοευρώπη τους. Άρα, αφήστε στην άκρη τις μαλακιούλες και τις δήθεν συνωμοσίες για τη διάβρωση εκ των έσω.
Πώς είπατε; Ναι, έτσι ακριβώς είναι, όπως το λέτε, ελιτισμός! Ναι, είμεθα ποιοτικοί. Υπάρχουμε κι εμείς, οι ποιοτικοί, οι κουλτουριάρηδες, δεν είστε μόνον εσείς, κουφάλες. Σκοτώστε μας! Επειδή δεν νοιώθουμε σ’ αυτή τη χώρα ότι είμεθα ταξική κοινωνία, όλοι στο ίδιο τσουβάλι, όλοι λινάτσες μια από τα ίδια και κατ’ ευθείαν για τα μπάζα.
Έτσι είναι, μισούμε τη χολερική μουσική κι όχι μόνον γυρίζουμε την πλάτη, κλείνουμε τα αφτιά σ’ αυτή τη λέπρα που εκτός συνόρων ακούγεται μετά λατρείας κατά Ιστανμπούλ μερηά, και ακολουθούν από κοντά και τα γύρω χωριά Αλβανία, Βουλγαρία.
Μην παρεξηγηθούμε. Μιλάμε για τα σκατά, δεν μιλάμε για την καλή λαϊκή ελληνική μουσική. Μιλάμε για το φτηνό, το ρηχό, το σαχλό, το εύκολο, το χαβαλεδιάρικο τραγούδι που είναι ντροπή και σα στίχος μια σκέτη προσβολή. Δεν μιλάμε για τα χίλια τουλάχιστον κομμάτια, διαμάντια αληθινά, που μελαγχολικά και τρυφερά σου ακουμπάνε τη ψυχή και θέλεις να τα κρατάς μέσα σου. Δεν μιλάμε για Τσιτσάνη και Βαμβακάρη, Καλδάρα και Ζαμπέτα, Μίκη και Μάνο, Ξαρχάκο και Λοΐζο, Κουγιουμτζή και Σαββόπουλο.
Σα μαγεμένο το μυαλό μου και Τα ματόκλαδά σου λάμπουν είναι κλασική μουσική. Αυτά, όπως κι άλλα τραγούδια, είναι αιώνια, διότι κάποια δεν πεθαίνουν ποτέ. Όπως δεν θα πεθάνουν κάποιοι χοροί.
Στη νύχτα γίνεται κατάθεση ψυχής. Η μουσική είναι πράμα μαγικό, θεϊκό, μυστικό, είναι μορφή, είναι έκφραση ανώτερης σκέψεως. Ο νεόπλουτος της δεκαετίας του ’70 με τα φράγκα του σα χυδαίος πελάτης έβαλε κωλοδάκτυλο στη νύχτα.
Εγώ προτιμώ τα μαγαζιά που σε καλούν να λειτουργήσεις μυητικά. Φυλετικά. Μαγαζιά της νύχτας με ταυτότητα μουσικής. Όχι μπερδεμένα κωλάδικα, βλάχικα και με ζεϊμπέκικα, πεντοζάληδες και με καρσιλαμάδες. Ώπα, ρε.
Διαβάστε ακόμα: