ΑΠΟ ΚΟΥΝΙΑ ΦΑΝΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΜΠΛΑΚΜΠΕΡΝ ΡΟΒΕΡΣ

 

(ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ το θάνατο του Γιώργου Παρασκευά πριν από δέκα χρόνια αναδημοσιεύω ένα ακόμα κείμενό του.)

Την Κυριακή το βράδυ είχα κοιμηθεί πάνω στην πολυθρόνα, πράγμα που κάνω συχνά. Βρίσκω ότι ο ύπνος είναι πιο γλυκός όταν κάθομαι, παρά όταν ξαπλώνω, κυρίως όταν έχω μια γάτα πάνω στα γόνατα μου. Ίσως έχω αρχίσει να γερνάω. Όχι επειδή κοιμάμαι κάθοντας, αλλά επειδή γουστάρω μια γάτα στα γόνατά μου, αντί μια ξηγημένη γκομενίτσα.

Εν πάση περιπτώσει, κοιμήθηκα στην πολυθρόνα στη συνηθισμένη στάση. Με το κεφάλι μου στο πλάι και τα σάλια μου να τρέχουν αβέρτα πάνω στο πουκάμισό μου.

Ξαφνικά ξύπνησα πανικοβλημένος, με τη σκέψη ότι βρισκόμουνα σ’ ένα ναυάγιο με ένα ξεφούσκωτο σωσίβιο. Πρέπει να ήτανε τα σάλια στον ώμο μου, που θα μου είχαν δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμουνα σ’ ένα στον Ατλαντικό ωκεανό. Μπορεί και να ήτανε ο Ειρηνικός, δεν ξέρω και δεν μ’ ενδιαφέρει. Μόνο η Μεσόγειος να μην ήτανε, που είναι γεμάτη σκατά, κι όλες οι άλλες θάλασσες είναι αποδεκτές!

Σηκώθηκα, λοιπόν, για να πάω στο κρεβάτι. Πήγα να κλείσω την τηλεόραση, αλλά θα πάτησα το κουμπί για Κανάλι 5, διότι βρέθηκα φάτσα – κάρτα με τον Γιώργο Γεωργίου και το Καφενείο του. «Ωχ, αμάν» σκέφτηκα, «λίγος χαβαλές τα ξημερώματα πριν από τον ύπνο δεν βλάπτει»!

Προσπάθησα να του τηλεφωνήσω αρκετές φορές, αλλά δεν έπιανα γραμμή. Έκατσα, λοιπόν, κι άκουσα. Σαν εξωγήινος ένοιωσα. Όπως θα ένοιωθαν οι εξωγήινοι του πλανήτη Νιμπίρου των Σουμερίων, αν πήγαιναν για να αλλάξουν λίγο τουριστικό συνάλλαγμα σε ελληνική τράπεζα, μια Παρασκευή το τέλος του μηνός!

Εντάξει, είμαι εκ φύσεως ρωμαντικός, αλλά ένα λεπτό. Εδώ υποβιβάστηκε κοτζάμ Μπλάκμπερν. Μια ένδοξη Μπλάκμπερν Ρόβερς που πριν 3 χρόνια ήταν πρωταθλήτρια Αγγλίας και έπαιζε στο Τσάμπιονς Λίγκ! Και δεν μιλάμε για κάποια ομάδα με άδεια ταμεία. Χεσμένος στη λίρα είναι ο πρόεδρός της.

Επιτρέψτε μου να γράψω κάτι γι’ αυτή την ομάδα. Πριν αρκετά χρόνια, ένας παππούς στο βιομηχανικό Μπλάκμπερν έπαιρνε κάθε Σάββατο το εγγονάκι του στο γήπεδο.

Εργάτης χαλυβουργείου ήτανε ο παππούς, και το εγγονάκι του για την ίδια δουλειά προοριζότανε.

Ο μπόμπιρας ήταν «άρρωστος» με την Μπλάκμπερν Ρόβερς κι ένα Σάββατο, πάνω στην εξέδρα, υποσχέθηκε στον παππού του ότι μια μέρα η ομάδα θα ήτανε δικιά του και θα κέρδιζε το πρωτάθλημα Αγγλίας! Μεγάλωσε ο μικρός, τέλειωσε το σχολείο και έπιασε κι αυτός δουλειά σ’ ένα τοπικό χαλυβουργείο. Είχε όνειρα, όμως, και ήτανε δραστήριος και πανέξυπνος. Οι προαγωγές ακολούθησαν η μία την άλλη και μια μέρα ο από κούνια φανατικός οπαδός της Μπλάκμπερν έγινε ιδιοκτήτης του χαλυβουργείου!

Κάθε Σάββατο από Μπαχάμες με ιδιωτικό αεροπλάνο…

Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση της Αγγλίας κρατικοποίησε την παραγωγή χάλυβα. Ο «τέως μπόμπιρας» πήρε καλά λεφτά, τα οποία επένδυσε στο εμπόριο του χάλυβα, με την εταιρεία του «Walker Steel» (Χάλυβας Γουώκερ). Έκανε τα παλούκια του χρυσά, κυρίως όταν οι Εγγλέζοι τερμάτισαν το κρατικό μονοπώλιο παραγωγής του ατσαλιού κι επέτρεψαν εισαγωγές.

Ο Γουώκερ αυτοεξορίστηκε για φορολογικούς λόγους. Πήγε να ζήσει στις Μπαχάμες, απ’ όπου διηύθυνε την εταιρεία του. Περιττό να πούμε ότι αγόρασε την Μπλάκμπερν Ρόβερς, που τότε έπαιζε στην πρώτη κατηγορία Αγγλίας. «Φώναξε τον Κένυ Ντάγκλις και του είπε: «Πάρε αυτό το βιβλιάριο επιταγών, πρόσθεσε εσύ τους αριθμούς που χρειάζεσαι, πάρε όποιους παίκτες θέλεις, αλλά πάρε και το πρωτάθλημα Αγγλίας, που είχα υποσχεθεί στον παππού. Σε διαβεβαιώ ότι ποτέ δεν θα επέμβω στη δουλειά σου».

Κάθε Σάββατο, ο Γουώκερ πήγαινε από τις Μπαχάμες στην Αγγλία με το ιδιωτικό αεροπλάνο του για μια μέρα, για να δει την Μπλάκμπερν ΤΟΥ, που τελικά, πήρε το πρωτάθλημα Αγγλίας!

Μετά από τρία χρόνια, όμως, φέτος δηλαδή, η Μπλάκμπερν υποβιβάστηκε. Ο Γουώκερ απευθύνθηκε στους οπαδούς με δάκρυα στα μάτια και είπε: «Μην στεναχωριέστε, αυτό έχει το ποδόσφαιρο. Θ’ ανέβουμε αμέσως»!

Εκείνο που ρωτώ, ρε παιδιά, είναι το εξής. Ο Γουώκερ δεν είχε τα λεφτά για ν’ αγοράσει παιχνίδια, ή διαιτητές, και να παραμείνει στο Πρέμιερ Λιγκ; Δεν ήτανε αρκετά μάγκας, ένας άνθρωπος που από εργάτης χαλυβουργείου έγινε πρώτα ο ιδιοκτήτης του «μύλου» και αργότερα ένας από τους μεγαλύτερους βαρώνους χάλυβα της Ευρώπης;

Κατηγορίες συνομωσίας και για το χαβαλέ

Δεν καταλαβαίνω αυτά που διαβάζω και αυτά που ακούω. Η, μάλλον, τα καταλαβαίνω πολύ καλά. Τι πάει να πει «σικέ», και «στημένο», μωρέ; Τι πάει να πει: «Α, πα-πα αυτή η ομάδα δεν μπορεί να πέσει»; Και ρωτώ το εξής: Αν το σύστημα είναι τόσο σάπιο, ΠΟΥ είναι ένας μάγκας ιδιοκτήτης μιας ΠΑΕ, που έπεσε κατηγορία, ή που δεν βγήκε στην Ευρώπη, για λόγους ΟΧΙ αγωνιστικούς, να πάρει το σύστημα στα δικαστήρια; Να βρει έναν ατσίδα δικηγόρο, που να παρουσιάσει ως μαρτυρία όλα τα σχετικά βίντεο των αγώνων, μαζί με αποκόμματα εφημερίδων που να δείχνουν ότι η ομάδα του είχε αδικηθεί, να κάνει χαβαλέ, να ζητήσει να ληφθούν προσωρινά μέτρα με τα οποία η τελική βαθμολογία να μην είναι τελεσίδικη μέχρι να ανακοινωθεί η απόφαση του δικαστηρίου, να προσάψει κατηγορίες συνομωσίας, να ζητήσει πέντε, δέκα δις για απώλεια εσόδων και για ψυχική οδύνη και γενικά να δημιουργήσει βαβούρα και τζερτζελέ, να γαμήσει τους πάντες ΚΙ ΑΣ ΧΑΣΕΙ;

Τι πάει να πει αυτός έτσι και ο άλλος αλλιώς, όταν αδειάζουν οι εξέδρες; Να έχεις κοτζάμ Α΄ εθνική με αυτά τα εισιτήρια, με αυτό το χάλι; Ρε, εσείς, μήπως τους βολεύει ΟΛΟΥΣ η κατάσταση και δεν το πήρα χαμπάρι; Μήπως ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ αδικημένοι, μήπως αντί ρωμαντικός ή γραφικός, είμαι ένας σκέτος μαλάκας; Όχι, ρωτάω, δηλαδή!

Διαβάστε ακόμα:

Ενας μαστούρης ή κάποιος μπεκρής