ΔΥΟ ΟΥΓΓΙΕΣ ΧΑΣΙΣ ΣΕ ΚΕΗΚ ΦΡΟΥΤΩΝ

 

Μεγάλη ράτσα οι Κινέζοι! Τι να πιάσεις και τι ν’ αφήσεις; Φιλοσοφία; Λάο Τσε, Γιινγκ και Γιανγκ, Ζεν, μιλάμε για πολύ μεγάλους φιλοσόφους, ιδέες και διδασκαλίες. Πολεμικές τέχνες; Μνημεία; Βλέπεις το Κινέζικο Τείχος και σου φεύγει το καφάσι. Σκέφτεσαι τη γραμμή Μαζινό που είχανε φτιάξει οι μαλάκες οι Γάλλοι και κατουριέσαι στα γέλια!

Να μιλήσουμε για φαϊ; Αγόρι μου, αν λάχει και μπεις σε γνήσιο Μανδαρινο – μαγειριό, την πάτησες. Τίποτε άλλο δεν σε ικανοποιεί πια. Γιουβέτσι και φρικασέ υποβιβάζονται αμαχητί στην κατηγορία του «μπανάλ» με το που θα σερβιριστούν τα ορεκτικά των κιτρινιάριδων; Γαρίδες με σουσάμι, καβουρδισμένα φύκια στο τηγάνι, για τέτοια είχαν εφευρεθεί το σάλιο και το «μμμ…». Τσου μέιν, λατρεία μου! Σπέσιαλ φιδές με οτιδήποτε γουστάρει η ψυχή σου, επίσης γλυκόξινο χοιρινό, ρύζι στο τηγάνι, πάπια με ξεροψημένη πέτσα και σάλτσα καραμέλα, άσε. Σκέτη εκσπερμάτωση και χέσε τη χοληστερόλη.

Μόνο ένα κινέζικο πράγμα δεν γουστάρω πάρα πολύ: Τους σιαμέζους γάτους. Εντάξει, γενικά λατρεύω τα κατοικίδια αιλουροειδή, εκτιμώ τα γατιά ΠΟΛΥ περισσότερο από τους πλείστους των ανθρώπων, αλλά αυτοί οι πούστηδες οι σιαμέζοι ψιψίνοι είναι άλλο πράγμα, Μπόσικοι, μοχθηροί, εγωιστές, απρόβλεπτοι, κακά νέα σας λέω. Όσο για το νιαούρισμά τους, αίσχος! Λέω «ψου-ψου» σ’ έναν κεραμιδόγατο και απολαμβάνω «μιάοοο…» ρε γαμώτο και τρίψιμο στα πόδια μου. Λέω «ψου-ψου» σε σιαμέζο και το ψοφίμι αρχίζει κάτι υποχθόνια και βραχνά «ααα…οοο…αρρρ…» που μου φεύγουνε οι κωλότριχες από την ανατριχίλα!

Μόνο μια φορά είχα συναναστραφεί με σιαμέζα γάτα. Πριν πολλά χρόνια στην Αγγλία, ο μπατζανάκης μου κι ο συνεταίρος του είχανε πάει στον τυπογράφο τους για κάτι αφίσες και με είχανε πάρει μαζύ τους για παρέα και χαβαλέ. Φτάσαμε στο σπίτι του τυπογράφου, Ντέηβιντ ήταν τα’ όνομά του και είχε και αλογοουρά και με το «καλησπέρα» έβγαλε η γκόμενά του το κέηκ και το τσάι να μας κεράσει. Πού να ξέρω εγώ πως μέσα στο κέηκ φρούτων είχανε ζυμωθεί δυο ουγγίες χασίσι; Έφαγα το κομμάτι μου χωρίς να γνωρίζω, ζήτησα και δεύτερο (αν γνώριζα θα ζήταγα τρίτο και βάλε!) και σε λίγη ώρα εκεί που το πορτατίφ άρχισε να απαγγέλει Ελύτη, όταν το πρόσωπο του Ντέηβιντ μου φαινόταν σαν ο κώλος μιας φοράδας (λόγω αλογοουράς) και οι αφίσες μετατράπηκαν σε πολύχρωμους χαρταετούς στου Φιλοπάππου, ακούω ένα «ααα…οοο…αρρρ…». Ήταν η σιαμέζα γάτα του Ντέηβιντ!

Της έκανα «ψου-ψου ντάρλινγκ», λόγω σαβουάρ βιβρ, και περιέργως η γάτα άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου και να γουργουρίζει αντί ν’ αρχίσει το φτύσιμο. Πρέπει να ήτανε σιαμέζα βυζασμένη με φιλιππινέζικο γάλα, διότι πετάχτηκε στα γόνατά μου και δώστου «πουρρρ… πουρρρ…». Εκεί που την χάιδευα μου ήρθε μια ακαταμάχητη καύλα να τη σφίξω στο λαιμό μου! Σήκωσα τη γάτα, που λέτε την φόρτωσα στο σβέρκο μου και άρχισα να περπατάω γύρω από το τραπέζι του σαλονιού. Όργιο σας λέω, η γάτα τρελάθηκε κι εγώ βρισκόμουνα στον έβδομο ουρανό.

Φορούσα μια γάτα στο σβέρκο σαν κασκόλ

Δώστου «ααα…οοο…αρρρ…» η σιαμέζα κι εγώ τη νανούριζα ρυθμικά: «Μάο-Τσε-Τουνγκ…Τσανγκ-Καϊ-Σεεεκ…» κόβοντας βόλτες γύρω από το τραπέζι στο σαλόνι του τυπογράφου! Οι άλλοι είχανε σταματήσει το νταλαβέρι και με κοιτούσανε με ορθάνοιχτα στόματα. Βέβαια, το ότι ήσαν κι εκείνοι μαστούρηδες είχε κάτι να κάνει μ’ αυτό, αλλά όταν αποφασίσανε να διακόψουν οριστικά το μπίζνες μήτινγκ μου σκάσανε τη σιαμέζικη κροτίδα: Περπατούσα γύρω από το τραπέζι επί μια ώρα και τρία τέταρτα!

Μάλιστα, κύριε. Την ώρα που η κυρία Έλλη Παρασκευά, η μάδερ, καθότανε μόνη της σε ένα διαμέρισμα στη Λευκωσία, στη μοναξιά της προσφυγιάς, κι έστελνε καλές σκέψεις στο γιόκα της μονολογώντας «χαλάλι οι θυσίες», αυτός ο αρχιμαλάκας βρισκότανε σ’ ένα σπίτι στο Ενφιλντ, ήτανε μαστούρης μέχρι ισοπέδωσης, φορούσε μια σιαμέζα γάτα στο σβέρκο του σαν κασκόλ, την περπατούσε γύρω από ένα τραπέζι για σχεδόν δυο ώρες και τη νανούριζε με ρυθμικά «Μάο-Τσε-Τουνγκ» και «Τσανγκ-Καϊ-Σεκ»!!!

Κάτσετε ένα λεπτό, ρε. Πώς άρχισαν όλα αυτά; Τι σχέση έχουν με τον ΟΠΑΠ και το κρατικό στοίχημα; Α, ναι! Θυμήθηκα… Οι Κινέζοι είναι μια πολύ σοβαρή ράτσα. Σοβαρή σε όλα της και ο τζόγος δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο μεγάλος ποδοσφαιρικός τζόγος διεξάγεται στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη και στο Χονγκ-Κονγκ. Εκεί πέφτουν τα θεόρατα στοιχήματα, χωρίς ισοπαλία, με προβάδισμα «μηδέν έως μισό», «μισό έως ένα» κ.ο.κ.

Τι παίζουν οι σοβαροί κιτρινιάρηδες

Μιλάμε για προβάδισμα γκολ σε διπλό στοίχημα και εξωγήινο ποντάρισμα. Το εκατομμύριο δεν κάνει, εκτός αν είναι λίρες. Ένα εκατομμύριο δραχμές δεν είναι αποδεκτό στους κιτρινιάρηδες. Για να είναι αποδεκτό ένα στοίχημα, το νούμερο πρέπει να έχει τουλάχιστον πέντε μηδενικά και πάντα λίρες Αγγλίας.

Οι  Κινέζοι, λοιπόν, παίζουν αυτόν τον θεόρατο τζόγο ΜΟΝΟ σε τρία πρωταθλήματα: Πρεμιέρ Λιγκ Αγγλίας, Μπούντεσλιγκα (1 κατηγορία, βέβαια) και Serie A στην Ιταλία. Παίζουν και σε ορισμένους του Τσάμπιονς Λίγκ, αλλά όχι του κυπέλλου UEFA, εκτός ίσως από τον τελικό. Μόνο το Εγγλέζικο Πρωτάθλημα, το Γερμανικό και το Ιταλικό θεωρούνται από τους σοβαρούς κιτρινιάρηδες ως αξιόπιστες και αμφίρροπες υποθέσεις, στις οποίες θα μπορούσε να στηριχθεί ο αλλόκοτος, απερίγραπτος τζόγος τους. Και δεν είναι οι μόνοι. Αυτά τα πρωταθλήματα είναι η βάση του κουπονιού κάθε σοβαρού μπουκ και όχι μόνο: Και του κάθε σοβαρού ΠΑΙΚΤΗ.

Το κείμενο υπογράφει ο αθάνατος Γιώργος Παρασκευάς

Διαβάστε ακόμα:

Η ρούφα - ρούφα και χάλι - χάλι