ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΩΝ ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΔΩΝ

 

Η συνάντηση που έχει τη θέση της στην Ιστορία της Επανάστασης του 1821. Ο ελληνικός κινηματογράφος, βέβαια, εξ ορισμού φανφαρόνικος και βερμπαλιστικός, την φαιδροποίησε, υποτίθεται, πλησιάζοντας το ηρωικό πνεύμα του ξεσηκωμού. Κι όμως, η αλήθεια της εποχής βγαίνει από τούτη τη σύναξη των κοτζαμπάσηδων όταν τους επισκέφθηκε ο μουρλός και φλογερός Παπαφλέσσας. Συνέβη στο αρχοντικό του Λόντου στην Βοστίτσα, στις 26 Ιανουαρίου, σα σήμερα, το 1821.

Οι κοτζαμπάσηδες δεν θέλουν να πάρουν τα όπλα. Με τίποτα. Ο επαναστατικός πυρετός έχει ανάψει. Ο Παπαφλέσσας δεν κρατιέται, κάνει επαφές κατ' εντολήν της Φιλικής Εταιρείας. Χεσμένοι οι προύχοντες διότι φοβούνται το κεφάλι τους εάν κοντράρουν τον κατακτητή. Το πιο εύκολο να κατηγορηθούν ότι εκείνοι είναι που βάζουν μπουρλότο στον κοσμάκη. Αποφασίζουν να καλέσουν σε “σύσκεψη” στην Βοστίτσα, στο Αίγιο, τον εκπρόσωπο της Ανώτατης Αρχής της Επανάστασης, ποια να 'ναι αυτή, σου λένε τα από χέρι προσκυνημένα αρχοντολαμόγια.

Εκείνες ακριβώς τις ημέρες ο Λόντος και παραμύθι φούρναρης ήρωας κι αυτός του '21, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, εκπρόσωποι των κοτζαμπάσηδων, είχαν πάει σε συγκέντρωση αγάδων και μπέηδων στην Πάτρα και τους είπαν: “Να μείνετε ήσυχοι, ντουφέκι δεν θα ακουστεί στο Μωρηά, καμία επανάσταση δεν γίνεται χωρίς τη θέλησή μας”.

Καλούν, λοιπόν, το ρεμάλι Παπαφλέσσα αλλά, για να μην υποψιαστούν κάτι οι Τούρκοι, τους λένε οι κοτζαμπάσηδες ότι “Λέμε να μαζευτούμε στου Λόντου να συζητήσουμε για τις μοναστηριακές περιουσίες”. Αφερίμ, λέει ο αγάς.

Ο Παπαφλέσσας ήξερε τι σόι είναι οι κοτζαμπάσηδες και οι μπράβοι τους και έπαιξε τη ζωή του. Είχε μεγάλες πιθανότητες να μη βγει ζωντανός μέσα από το σπίτι του Λόντου. Μόνος, με την κουμπούρα του κάτω από το ράσο μπήκε μέσα, ενώ κάποιοι δικοί του, που του έστειλε ο Μαζιώτης από τις φυλακές Κορυδαλλού, οπλισμένοι μέχρι τα δόντια είχαν πιάσει τα πόστα έξω από τη βίλα του Λόντου.

Άρχισε τα μεγάλα λόγια και τις εθνικές κορώνες ο Παπαφλέσσας, ότι η Ρωσία περιμένει πρώτα να κινηθούμε εμείς για να έρθει στο πλευρό μας, ότι δεν πάει άλλο να καθυστερούμε, τέτοια ανύπαρκτα. Ακούγανε οι δεσποτάδες και οι κοτζαμπάσηδες, οπότε του βγαίνει από αριστερά ο Παλαιών Πατρών:

-Σε ποιον τα πουλάς, αυτά, μπρε ντελή Παπαφλέσσα, είσαι απατεώνας, εξωλέστατε! Τους φαφλατίζεις και τους ξεσηκώνεις τούτους τους αχμάκηδες!

Ο Παπαφλέσσας έβραζε ολόκληρος, όμως δεν τον έπαιρνε να του ρίξει μπινελίκια του Γερμανού. “Δεσπότη μου, με βρίζεις, ενώ εγώ σας μίλησα λογικά και είπα πως έχουν τα πράγματα” του λέει ήρεμα. “Δεν θέτε, καλώς. Εγώ προχωράω, συνάζω 2.000 από Αρκαδία και Μάνη και σηκώνω μπαϊράκι. Τελειωμένα πράγματα”.

''Μια στιγμή...'', πετάγεται μία χανούρα, ο κοτζαμπάσης Χαραλάμπης. ''Δεν μου λες, ωρέ Παπαφλέσσα, άμα διώξουμε τον Τούρκο ποιον θα 'χουμε ανώτερο; Μόλις πάρει τα όπλα ο ραγιάς δεν θα μας ακούει, δεν θα μας σέβεται και θα πέσουμε στα χέρια εκείνων που ως τα χτες δεν ήξεραν να κρατήσουν πηρούνι”.

Διαβάστε ακόμα:

Πρώτα αφορισμός, μετά συντριβή