...ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΙΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑΒΟΥΚΛΟΥ ΜΑΖΙ
του Αθηναιογράφου Θωμά Σιταρά στο paliaathina.com
Τα βάσανα μιας απλής προσφυγοπούλας που βγήκε το 1924 «εις αναζήτησιν εργασίας»...
«Ηβοί, μαννίτσα μου , θα λωλαθώ!... Καλέ ήφτυσα το αίμα τσή καρδιάς μου, μωρές παιδιά, για ναύρω κι’ εγώ η κακόσουρη μια θέσι σ’ ένα γραφείο ή μαγαζί, μά δε βαρυέσαι! Όπου κι’ αν ηπήα με καυγάδες ήφυγα.
Τον περασμένο μήνα είχα δή σε μια γαζέτα πώς ζητείται «δεσποινίς εγγράμματος και ευπαρουσίαστος» σ’ ένα γραφείο. Εγγράμματη είμαι, ευπαρουσίαστη μού τώχανε πή πολλοί πώς είμαι, τ’ αποφάσισα κι’ ηπήα στο γραφείο.
-Έλα στής εννηά το βράδυ να συνεννοηθούμε, μού λέει ο διεφυντής.
-Ηβοί, ηβοί!... Καλέ τι να κάνω στη εννηά ώρες νάρθω; Για νυχτερινή δουλειά θέλεις υπάλληλο ή τσή μέρας;
-Σού λέω κείνη την ώρα για νάχουμε ησυχία να τα συμφωνήσουμε, γιατί τώρα είμαι πολύ απασχολημένος, μού κάνει.
Εγώ η λωλή το πίστεψα κι’ επειδής δεν ήτανε τρόπος να πάω στσή Ποδαράδες νύχτα, ηπαρακάλεσα μια φιλενάδα μου πατριώτισσα να πάω να ξεμείνω στο σπίτι τση, άμα θάκλεινα τη συμφωνία με το διεφυντή. Πάω λοιπόν τσή εννηά στο γραφείο.
-Έφαγες; Με ρωτάει εκείνος.
-Όχι, του κάνω.
-Ούτε εγώ. Πάμε στο μαγέρικο και τρώγοντας τα λέμε.
Με πήγε, χωρίς να θέλω, στο μαγέρικο, απ’ το μαγέρικο στη μπυραρία και στο τέλος ήθελε να με πάη και στο σπίτι του για να τα πούμε καλλίτερα. Αλλά τότες ηπήρα μυρωδιά με τι σκοπό πάει και τον ηπεριποιήθηκα όπως του άξιζε.
Ά για το Θεό! Ακούνε Σμυρνιά και νομίζουνε πιά πώς ότι θένε μπορούνε να κάνουνε οι γλύτσηδες! Και νάτανε αυτός μονάχα; Όπου κι’ αν ηπήα για δουλειά, τα ίδια και τα ίδια.
Όλοι σού κάνουνε στην αρχή το σπουδαίο και το σοβαρό, και μόλις τους δώκης λιγάκι θάρρος για να σε πάρουνε στη θέσι, δεν κρατιούνται πιά. Με 500 ψωροδραχμές θένε νάχουνε υπαλληλίνα και γιαβουκλού μαζί.
Αλλά δε σφάξανε. Άμα θέλω να πιάσω γιαβουκλού εγώ, θα πιάσω ένα πού να τον αρέζω κι’ όχι επειδής με πλερώνει… γιατί εμείς οι Σμυρνιές είμαστε αιστηματίες κι’ αγαπούμε με την καρδιά μας. Μά πού να σε καταλάβουνε οι παληοαθηναίοι πού δεν ξέρουνε τι θα πή σεβντάς!
-Άχ, νέ μπού πιά το χάλι μας μωρέ κορίτσια!».
(Σκέρτσο 1924)
Διαβάστε ακόμα: