ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΗΣΥΧΑ, ΑΣΛΑΝ ΜΟΥΡΑΤΗ...

 

Κείμενο Ηλία Μπαζίνα. Με αφορμή το θάνατο του Ανδρέα Μουράτη, που γεννήθηκε στις 29 Νοεμβρίου το 1926 και πέθανε σα σήμερα 10 Δεκεμβρίου, το 2000.

Για τον Μουράτη έχω να πω πολλά (φωτό ο Ανδρέας Μουράτης σε χορευτική φιγούρα σε αποστολή της εθνικής ενόπλων). Σε τούτη, όμως, την ανάρτηση κάθε λέξη απαγορεύεται, ούτε μία. Δεν βγαίνεις στον ανταγωνισμό με γραφτό του Μπαζίνα.

Διαβάζεις Μπαζίνα, μόνο Μπαζίνα, όχι τόσο για τον Μουράτη και την εποχή του. Για να πάρεις μία τζούρα, τι σόι κείμενα έπιναν οι ευλογημένοι αναγνώστες του «ΦΙΛΑΘΛΟΥ». Πάνε αυτά. Ξανά μετά από 157 χρόνια.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στον «ΦΙΛΑΘΛΟ», 15 Δεκεμβρίου 2000 (...Έχει χαθεί η αρχή του κειμένου που αναφέρεται στην κηδεία του περισσότερο εμβληματικού ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού)...

...πράμα δεν ξέφυγε από τα χέρια των ανθρώπων, που πραγματικά κατάλαβαν και αγάπησαν το Μουράτη και ό,τι αυτός συμβόλιζε. Και πολύ χαίρομαι γι’ αυτό.

Γίνανε κάμποσα ωραία πράγματα. Η πομπή πέρασε από τα στέκια, που «στοίχειωσε» ο Αντρέας στη ζωή του και που τώρα θα τα σουλατσάρη μαζί με την αύρα του Σαρωνικού, το αστρικό του σώμα. Στην κάσα επάνω του βάλανε τον καφέ του με το ποτήρι το νερό. Και οι δικοί του άνθρωποι, οι δικοί του φίλοι, οι συμπαίκτες του, τον έκοψαν μία τελευταία γύρα στο Ποδηλατοδρόμιο. Και πάνω στους ώμους τους τον κατέβασαν ως τη Σκοτεινή Πύλη. Απλοί άνθρωποι του λαού απίθωσαν φανέλες και κασκόλ πάνω στο μνήμα. Και οι παλαιοί του Παναθηναϊκού του κατάθεσαν στεφάνι: «ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟ». Όπως άρμοζε. Άνθρωποι, που καταλάβαιναν ποιόν και ΤΙ τιμούσαν ήταν εκεί. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν ακόμα.

Τώρα απομένει να εξηγήσουμε στους υπόλοιπους, ο καθένας από το δικό του μετερίζι. Τούτη η στήλη πολλές φορές το έχει προσπαθήσει. Δεν είναι εύκολο στο χέρι να κρατήση την άμμο, που ξεγλιστράει, καθώς από τη μέση της κλεψύδρας. Πώς να εξηγήσεις το ΑΠΛΟ στους ΜΠΕΡΔΕΜΕΝΟΥΣ; Που με περισσή έπαρση και την αυτοπεποίθηση της γενιάς της ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ, που την περνάνε για ΣΟΦΙΑ, όλο μιλάνε με συγκατάβαση για πράγματα δήθεν «ξεπερασμένα».

Πώς να τους εξηγήσης ότι ΕΚΕΙΝΟΙ είναι οι ριγμένοι, οι πάσχοντες από ελλειμματική ζωή, με την προσδοκία ενός «μέλλοντος» που ξεπερνιέται πριν ακόμα έρθη, καθώς το κουβάρι ξετυλίγεται ξέφρενα. Πώς να τους εξηγήσης τη ζεστασιά της σίγουρης πίστης στα απλά και αναμφισβήτητα; Τη μαγεία του να σε 'χουν ζώσει τα πρώτα μύρα της λεμονιάς και η μοσχοβολιά από τα κεφτεδάκια της όμορφης γειτόνισσας και το βάσανο του να αποφασίσης αν θα μείνης εκεί να ξεροσταλιάσης μέχρι να βγη και να σου χαμογελάση ή αν θα σπάσης το δίφραγκο στην τσέπη σου σε μία παγωμένη γκαζόζα και ένα εισιτήριο λεωφορείου μέχρι το Φάληρο, να κάνης το πρώτο σου μπάνιο στα πεντακάθαρα νερά του. Υπήρξαν και τέτοια διλήμματα, υπήρξε και τέτοιος κόσμος.

Και είχε και ποδόσφαιρο ο κόσμος εκείνος. Που παιζόταν με καρδιά και ψυχή, με κανόνες σίγουρους, από απλά λεβεντόπαιδα, που παντρευόντουσαν τη φανέλα και ''ους ο Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω''. Και ήταν οι ήρωες της γειτονιάς τους, της ομάδας τους, της πατρίδας τους, οι άξιοι και στέρεοι εκπρόσωποι ανθρώπων όπως οι ίδιοι. Και δεν πουλούσαν την παλληκαριά τους. Την ξόδευαν γενναιόδωρα γιατί τους μεθούσε η αγάπη και ο θαυμασμός και η αναγνώριση από τους άλλους.

Προσέχοντας τι γράφω, συνειδητοποιώ ότι σίγουρα περιγράφω «ξεπερασμένα» πράγματα και ανθρώπους, που «δεν χρειάζονται πια». Άλλαξε το ποδόσφαιρο, μεγάλωσε, παγκοσμιοποιήθηκε. Δια Μουράτηδες θα ομιλούμεν τώρα.

Έλα όμως τελικά που ΔΕΝ είναι ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟ αυτό, που άφησε ο Αντρέας σαν μήνυμα και ανάμνηση και κληρονομιά. Είναι μεγαλύτερο ασύγκριτα από το ποδόσφαιρο σε στενή έννοια. Έχει να κάνη με την ψυχή.

Ασλάν τον είπαν οι Τούρκοι το Μουράτη. Λιοντάρι. Η ανδρεία θαυμάζεται, επειδή η αξία της δεν ξεπερνιέται ποτέ, τουλάχιστον όσο ο άνθρωπος είναι αυτό το ον, που ξέρουμε. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο για ένα θνητό από την γενναιότητα, γιατί δεν υπάρχει πιο προαιώνιο και αμετακίνητο πρόβλημα από την αντοχή στις δοκιμασίες, που η φύση άτεγκτα έκανε νομοτελειακό μέρος της ύπαρξης. Κάπου εκεί αναδύεται η ανάγκη των ψυχών να ανακαλύπτουν ήρωες. Και για να είναι γνήσιοι οι ήρωες, πρέπει ΝΑ ΜΗΝ ΤΟ ΞΕΡΟΥΝ ότι είναι ήρωες. Πρέπει να θεωρούν την ανδρεία φυσική και αναπόφευκτη τάξη του κόσμου.

Μέσα από το ποδόσφαιρο ο Μουράτης έστειλε μήνυμα ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Είναι σπουδαία πηγή μηνυμάτων το ποδόσφαιρο, καλών και κακών. Ο ήρωας εκείνος των λαϊκών ανθρώπων, που έγιναν σιγά σιγά ο πρώτος «λαός του Ολυμπιακού» -όπως λέμε οι «πρώτοι χριστιανοί»- δεν ήξερε πολλά. Τη λέξη «διαπλοκή» φερ’ ειπείν, είναι βέβαιο ότι δεν θα την καταλάβαινε ακόμα και αν του την εξηγούσαν κάποιοι συμπαίκτες του, πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο. ΕΝΑ καταλάβαινε ο Μουράτης, το ομηρικό «εις οιωνός άριστος». ΕΝΑ ξέρω εγώ. Μου ζητήθηκε να αγωνιστώ για τούτη δω τη σημαία. Ο κόσμος περιμένει από μένα. Γίνεται να ΜΗΝ κάνω το καλύτερο, που μπορώ; Και κάμποσο ακόμα;

Γίνεται αλήθεια;...

«Απλοϊκός, χαζός, ξεπερασμένος» ο τύπος αυτός του ήρωα στο σημερινό προβληματισμένο, ψαγμένο, σοφιστικέ κόσμο; Ωραία. Και τι γίνεται αν ξεκινήση ο απέναντι να έρθη κατά δω να σε φάη; Ένας απέναντι ακόμα αρκετά απλός ώστε να ΜΠΟΡΗ να είναι γενναίος; Θα πάη ο σοφιστικέ να τον αντιμετωπίση; Καλέ άντες!

Κοιμήσου ήσυχα, ασλάν Μουράτη. Αργεί ακόμα η μέρα, που οι νέοι δεν θα μαθαίνουν πια για σένα...

 

Διαβάστε ακόμα:

Μπέσα για μπέσα, ρε!