ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ
Πιτσιρικάδες τρέχαμε στις αλάνες να αμολήσουμε τον χαρταετό την Καθαρά Δευτέρα. Άλλες εποχές. Σχεδόν κάθε γειτονιά, και μέσα στην πόλη, είχε την αλάνα της. Πόλη; Έτσι λέγαμε και ξέραμε μονάχα την Αθήνα και τον Πειραιά. Εμείς είμαστε από συνοικία, από γειτονιά, όχι από πόλη, από πρωτεύουσα και συμπρωτεύουσα.
Η έννοια ύπαιθρος στις πυκνοκατοικημένες περιοχές της Αττικής λειτουργούσε ακόμα τις μέρες τις γιορτινές, όπως τέτοιες ήταν οι αποκριάτικες και της Καθαράς Δευτέρας. Ο κόσμος δεν είχε την άνεση να συντηρεί ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο και η οικογένεια, το σόι, η παρέα, η γειτονιά το στήνανε κανονικά, με γλέντια και χορούς. Να πιάσουνε τη Μαλλιαρή, να ανάψουν φωτιές, να παίξουν αλευροπόλεμο. Και όλοι μαζί, πίνοντας και τρώγοντας τις νοστιμιές, τα διαφορετικά, τα νηστήσιμα φαγητά, το έριχναν έξω.
Και αν πας πιο πίσω, πριν τον πόλεμο, το πανηγύρι της Αποκριάς ήταν ακόμα πιο σαματατζήδικο. Δεν το είχε σε τίποτα ο άλλος να ντυθεί μασκαράς, να πειράξει τον άλλον, να δεχθεί το πείραγμα του αλλουνού, ακόμα και το άσεμνο.
Εγώ δεν είμαι προπολεμικός, είμαι μετακατοχικός και θυμάμαι και έζησα τέτοια σκηνικά στα χρόνια μου, στα στενά της Πλάκας. Μ’ ένα πλαστικό ρόπαλο βαράγαμε τον άλλονα, τρώγαμε κι εμείς ροπαλιές και εκεί, πάνω στο μπέρδεμα, όσο σ’ έπαιρνε άπλωνες το χέρι και ό,τι πιάσεις έπιανες από το κορμί άγνωστης κοπελλιάς.