ΕΧΤΡΟΣ ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ

 

Μεγάλος ποιητής. Όνομα τεράστιο. Έλληνας γέννημα και θρέμμα, διέπρεψε στα γαλλικά γράμματα. Πριν οτιδήποτε άλλο, αφού μιλάμε για ποιητή, ας διαβάσουμε στίχους από τη θρυλική συλλογή του «Στροφές», σε μετάφραση από τα γαλλικά του Μιλτιάδη Μαλακάση.
Μόνο οι νεκροί μ' ακούνε εμέ, τους τάφους κατοικώ,
εχτρός της ίδιας μου ζωής θα μείνω ως τα στερνά μου,
σκάβω και σπέρνω, αλλά ποτέ δεν θα απολάψω θερισμό-
αχαριστία στη δόξα μου, κοράκια στα σπαρτά μου.

Μα δε θα παραπονεθώ, και τι σκοτίζεται ο βοριάς,

για καταφρόνιες προσβολές, για του χυδαίου τη γνώμη;
Μου φτάνει εμέ, κάθε φορά, λύρα Απολλώνια να χτυπάς,
καθώς σ' αγγίζω, πιο σοφή και πιο καθαρή ακόμη.
Ο Ζαν Μωρέας πέθανε σα σήμερα, 30 Απριλίου, το 1910, στο Παρίσι. Είναι ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος ο οποίος στα 22 του έφυγε πρώτα στη Γερμανία και μετά στη Γαλλία, για να σπουδάσει νομικά. Έριξε άγκυρα στο Παρίσι, με το όνομα Jean Moreas, και έκανε ζωή μποέμικη, περιζήτητος στα φιλολογικά καφέ. Λατρεμένος των ρομαντικών νέων της εποχής του.

Στα ελληνικά έγραψε μόνον μία συλλογή ποιημάτων, πριν φύγει στη Γερμανία, «Τρυγόνες και Έχιδνες». Ποτέ δεν σταμάτησε να αισθάνεται Έλληνας ο Ζαν, που γεννήθηκε το 1856. Στα 41 του ήρθε στην πατρίδα να καταταγεί εθελοντής και να πολεμήσει στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Ένας δρόμος υπάρχει στο Χαλάνδρι με το όνομά του. Η προτομή του, από Γάλλο γλύπτη, ήταν τοποθετημένη στον Εθνικό Κήπο, όπου αποσύρθηκε για λόγους προστασίας και να τοποθετηθεί πιστό αντίγραφο.

Ο Ζαν Μωρέας κυκλοφορούσε με μονόκλ στο αριστερό μάτι, ρεντικότα με την κόκκινη ταινία της Λεγεώνος, και το παράσημό της με το οποίο είχε τιμηθεί στην Γαλλία. Και μία μουστάκα βαρβάτη και τσιγκελωτή, κομψότατη στην εποχή του. Μόνον υποκλίσεις δεν έκανε στον Ζαν Μωρέας η αφρόκρεμα της παριζιάνικης διανόησης.
ΑΡΑΔΕΣ από το αφιέρωμα στον Ζαν Μωρεάς, στα Άπαντα Γρηγορίου Ξενόπουλου:
Τό βράδυ, εις τοΰ Ζαχαράτου, έμαζεύοντο τακτικά καί τόν έπερίμεναν. Καί όταν ήρχετο ο ποιητής κι’ έπλησίαζεν είς τό τραπέζι των, έσηκώνοντο όλοι ώς ενώπιον πρίγκηπος. Οί βέβηλοι έξεπλήσσοντο:

« — Ποιος είναι αυτός;…

— Ό Ζάν Μωρεάς!

— «Α!… ».

Τ’ όνομά του, βέβηλοι καί μϋσται, τό έγνώριζαν πλέον όλοι. Αι συνομιλίαι διεκόπτοντο καί τά βλέμματα όλα έστρέφοντο προς τό τραπεζάκι τών «λογίων». Καί αυτά τά γκαρσόνια υπηρετούσαν τόν ποιητήν μέ συγκίνησιν. ΄Ητο έκεΐ ώς μία δόξα οφθαλμοφανής, απτή, άπό έκείνας πού δέν έσυνηθίσαμεν ν’ άπαντώμεν είς τά αθηναϊκά καφενεία. Καί εις τά διαλείμματα της καθημερινής δεξιώσεως πού ώμοίαζε τόσον μέ λατρείαν οί παλαιοί φίλοι καί γνώριμοι άντήλλασσον λαθραία βλέμματα εκπλήκτου άγαλλιάσεως...

Διαβάστε ακόμα:

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ