ΧΙΛΙΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΜΕΤΡΗΜΕΝΑ ΕΧΩ ΜΕΣΑ ΜΟΥ
Ασφαλώς παίρνω κι εγώ θέση απέναντι στην τηλεόραση να παρακολουθήσω τη μαλακιούλα που λέγεται Eurovision. Μη μασάτε ότι σνομπάρω το σώου. Δεν κατάλαβα. Τι με περάσατε; Περιθωριακό, έναν καλόγερο, κάποιο γραφικό ασκητή, αναχωρητή. Δεν έχω κόψει ακόμα τις επαφές μου με τον κοσμάκη. Άρα, για να ξέρω που ζω, που κυκλοφορώ και από ποιόν κόσμο είμαι περιτριγυρισμένος, παίρνω μάτι και την Eurovision, όπως κάθε τι που πλασάρεται στη μάζα, στον πολτό.
Το ότι αυτά τα χάμπουργκερ τραγουδάκια της Eurovision δεν μου λένε τίποτα, ότι ποτέ δεν θα τα έβαζα στο εργαλείο να τα ακούσω, δεν σημαίνει ότι θα το παίξω ένας άλλος Χριστόδουλος και Χομεϊνί. Να κάνω κήρυγμα, δηλαδή ότι δεν πρέπει να δείτε το σώου διότι κάνει κακό, θα σας χαλάσει το μουσικό αισθητήριο κι άλλα τέτοια σχετικά, που κυκλοφορούν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα παραμονές της Eurovision. Ποιος είμαι, ρε, ο Άνθιμος να σκάσω μύτη από το μιναρέ και το ρίξω στην καθοδήγηση. Μην αυτό, μην εκείνο.Που βρισκόμαστε, ρε; Ποιος είναι αυτός που θα μου πει εμένα, εσένα χωρίς να τους ρωτήσουμε μην κάνετε τούτο, κάνετε το άλλο.
Για ένα πράγμα, για το τραγούδι μόνο, είμαι πάνω από τον Ευρωπαίο μετά τον πόλεμο. Τι να λέμε. Συγκλονιστικά, πολύ σπουδαία τραγούδια μου έδωσε η ελληνική μουσική και είμαι τρισευτυχισμένος γι’ αυτό. Υπάρχουν χίλια κομμάτια διαμάντια, ένα προς ένα μετρημένα. Αξεπέραστα. Και θα φτιαχτώ και θα τη βρω με τα σουξεδάκια μιας χρήσεως της Βίσση και της Βανδή και Φοίβος, Σάκης, Βάκης, Βούλης, Ριρίκος, Ρούλης και πάσης Ελλάδος. Άσε ρε. Άσε, ρε, αυτήν την ποίηση και ψαλμωδία των αγγέλων να την απολαμβάνει η σκαρταδούρα, ο πολτός που λέγαμε, η ανθρωπομάζα.
Δεν πέθανε το Ωραίο. Ούτε και ποτέ θα το σκοτώσουν το Ωραίο, όση λυμματολάσπη ρίξουν στην τέχνη, στη μουσική, στο σινεμά. Είναι ανίκητη η τέχνη, η αληθινή τέχνη, και μπροστά στο μεγαλείο της είναι νάνοι οι στιχουργοί, οι συνθέτες και λοιποί ''δημιουργοί'' σουξεμπρόκολων. Κατάντημα. Να κοζάρεις δότες ενθουσιασμού και αμόκ για τα προϊόντα της γιουροβίζιον και τη ψηφοφορία φούφουτων.
Είναι δυνατόν να ασχολείσαι, όταν έχουν περάσει μέσα σου οι φωνάρες της Γαλάνη και της Τσανακλίδου, της Αλεξίου και της Αρβανιτάκη, της Μοσχολιού και της Τσαλιγοπούλου. Δεν γίνεται. Μεγαλώσαμε με τα τραγούδια της Φαραντούρη και της Δημητριάδη και θα καταλήξουμε στην Πέγκυ Ζήνα και την Έλλη Κοκκίνου; Όχι, ρε. Ωιμέ. Άϊ σιχτίρ. Το ‘χω χεσμένο το λαικοπόπ, το πορδοέθνικ, το μπασταρδορόκ.
Διαβάστε ακόμα: