Ο ΠΙΟ ΙΣΧΥΡΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΣΚΥΛΑΔΙΚΟΥ

 

Στη Μεταπολίτευση φούντωσαν τα σκυλάδικα. Ενώ στην επιφάνεια κυριαρχούσε το πολιτικό τραγούδι, σαν να είχε δοθεί κάποιο υπόγειο σύνθημα αργά τις νύχτες άλλαζαν τα κόζια. Ένα εντελώς καινούργιο κοινό πλημμύριζε τα σκυλάδικα, να πάρει τζούρα από νταλγκά με αστερόσκονη. Να γνωρίσει την «κάτω νύχτα», όπως έγραψε ένας ποιητής.

Μάλιστα, αρκετοί πήγαιναν κατευθείαν μετά τις μεγάλες πολιτικές συναυλίες· κάποιος είχε εκστομίσει το βέβηλο: «Πάμε τώρα να πλένουμε τ’ αυτιά μας». Οι ναοί της καψούρας γέμιζαν με φοιτητές, ηθοποιούς, ποιητές, συγγραφείς, σκηνοθέτες, διανοούμενους, που γοητεύτηκαν ξαφνικά από το λούμπεν- την αντεργκράουντ κουλτούρα.

Έβλεπες πασίγνωστα ονόματα ανάμεσα στους τακτικούς θαμώνες της πιάτσας. Ακόμα και διάφοροι κοσμικοί, μετά τη διασκέδαση στα λουξ μαγαζιά «Αυτοκίνηση», «9 Μούσες», «On the Rocks», «Σαν Λορέντζο», κλπ., μετακόμιζαν στα σκυλάδικα. Διασκέδαζαν πλάι πλάι με τύπους που αν τους έβλεπαν σταματημένους σε πάρκινγκ στην εθνική οδό να κατουράνε, θα είχαν πάρει δρόμο.

Τα μαγαζιά πολλαπλασιάστηκαν. Μόνο στην αθηναϊκή περιφέρεια μεσουρανούσαν από την εθνική οδό («Παγκόσμιο», «Κουίν Αν», «Ονειρο», «Πρόσωπο», «Λουζιτάνια», «Ξημερώματα») ως τη Συγγρού («Κανόνι», «Σεραφίνο»), στο Μοσχάτο («Ρεγγίνα», «Ιφιγένεια», «Τούνελ», Λα Σιτέ», «Φαληρικό»), στην Αχαρνών («Αννέτα», «Λατρεία», «Αμπάρες», «Μονσινιόρ»), στην Πλατεία Αμερικής («Βιπς»), στην Ηπείρου («Λίντο»), στη Ζωοδόχου Πηγής («Σκόρπιός»), στη Δροσοπούλου («Νεράιδα της Αθήνας»), στην Ιερά Οδό («Στοπ», «Καν Καν», «Τεν Τεν», «Σου Μου», «Μωρό»), στην Αλεξάνδρας («Σταλαχτίτες»), στις Τρεις Γέφυρες («Αχίλλειο», «Στορκ»), «14», «Αραπάκια» στο Ποτάμι, και δεκάδες άλλα ακόμα πιο σκληρά χωρίς καν ταμπέλες, απλώς του Σάκη, του Τόλη, κ.ά., χωμένα σε τρύπες απλησίαστες.

Πολλοί «κατέβηκαν στον λαό», λίγοι φωτίστηκαν. Αλλά και μια δυο φορές να πήγαν κάτι γιαλαντζί ντερβίσια, μετά το είχαν σαν εύσημο μαγκιάς: «Εγώ γύρναγα στα σκυλάδικα».

Κάθε μαγαζί με την ιστορία του. Αυτό που τα ενώνει και τα ομαδοποιεί, εκτός από τα λαϊκά κορίτσια που πρωταγωνιστούν, είναι ο εκκωφαντικός λαϊκο-δημοτικός ήχος. Σωρηδόν παραγωγή τραγουδιών που έκαναν θραύση: «Ο διαβολάκος», «Είσαι νινί ακόμα», «Να πέθαινες να γλίτωνα», «Γέλα, κυρία μου», «Το μωρό», «Παντρεμένοι κι οι δυο», «Πάρε με αγκαλιά να μην πατήσω τα γυαλιά», «Όχι θα κάτσω να σκάσω», «Το Μελαχρινάκι», «Έλα και δε θα χάσεις», κ.ά. Είχαν ανασυρθεί και παλιά λαϊκά σουξέ: «Δεν έχω να σου δώσω παλάτια και λεφτά», «Γλυκέ μου τύραννε», κ.ά., σε σκυλοβερσιόν.

Και βέβαια η μακράν καλύτερη μουσική υπόκρουση για να εμφανιστεί ο σταρ του μαγαζιού στην πίστα, η μουσική εισαγωγή, διάρκειας ενός λεπτού, του ύμνου «Τα μαύρα μάτια σου». Το τραγούδησε ο Αγγελόπουλος και έκτοτε η εισαγωγή του έγινε σήμα κατατεθέν και ακούγεται σε όλα τα σκυλομάγαζα της χώρας. Είναι η πιο ξεσηκωτική αναγγελία για την είσοδο της φίρμας- η μεγάλη στιγμή της απογείωσης.

Στο σκυλάδικο την μπόμπα θα την πιεις. Δεν τη γλιτώνεις. Μπορεί να παριστάνεις τον περπατημένο. Να ζητάς απ’ τον σερβιτόρο ν’ ανοίξει μπροστά σου το μπουκάλι· αλλά σ’ έχουν προλάβει. Σφραγίζουν με μια ελαφριά κόλλα το καπάκι που δυσκολεύει το άνοιγμα και κάνει το χαρακτηριστικό κρικ κρικ του παρθένου ανοίγματος. Ο πιο ισχυρός νόμος του σκυλάδικου είναι ότι δεν μετράς σαν ιδιότητα αλλά σαν πρόσωπο. Αρχή απαράβατη. Οι φίρμες που κάνουν αποδώ τις περατζάδες τους, μάλλον αγνοούν πως εδώ δεν έχουν πέραση. Μόνο τα αφεντικά και τα γκαρσόνια τούς γλείφουν για να τους τα πάρουν χοντρά. Για τους μόρτες στο μαγαζί, απλώς δεν υπάρχουν. Ο σκύλος μία δεν δίνει. Στα παπάρια του για τον γιατρό, τον ηθοποιό, τον λεφτά, τον αστυνομικό, τον πολιτικό. Δεν τον ενδιαφέρει. Εδώ κάνει ό,τι γουστάρει αυτός, παίζει στην έδρα του κι αδιαφορεί για τους μουράτους.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

ΑΠΟ ΤΟ βιβλίο 'Ερωτες στη Μεταπολίτευση (1974-1990), του Διονύση Χαριτόπουλου. Εκδόσεις Τόπος 210.8222.835- 856.

 

Διαβάστε ακόμα:

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ!