ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ, ΑΣΤΕΙΡΕΥΤΗ ΨΥΧΟΥΛΑ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ
Γράφει η Ιωάννα Κλειάσιου
Ένας μεγάλος Έλληνας συνθέτης. Έτσι χαρακτηρίζω τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον λαϊκό μουσικό με το πλούσιο έργο και το προσωπικό ύφος, αν και η διαχρονική αξία των τραγουδιών του θαρρώ είναι υπεράνω του προσωπικού… στάιλ να ‘ούμε. Γεννήθηκε σα σήμερα 25 Ιανουαρίου, το 1925. Με την ευκαιρία, οι αράδες που ακολουθούν με την υπογραφή της στιχουργού και βιογράφου του Ζαμπέτα, ειδικά για την σελίδα του Αποδυτηριάκια.
Tον Γιώργο Ζαμπέτα αρχίζω να τον μαθαίνω, να τον αναγνωρίζω και απολαμβάνω από τα πολύ παιδικά μου χρόνια. Κάπου εκεί, στο τέλος τής δεκαετίας τού '60, στα θερινά σινεμά τού Άργους, τής ιδιαίτερης πατρίδας μου, συχνά μέσα στις ταινίες τού ελληνικού κινηματογράφου κι άλλες φορές στα διαλείμματα των προβολών. Όταν τα θερινά σινεμά παίζανε ακόμα τραγούδια...
Έβλεπα έναν ανοιχτόκαρδο άνθρωπο, λαμπερό, ευχάριστο, έξω καρδιά! Μαγικό, μα συνάμα κι ανθρώπινο... Αγαπησιάρη και ευαίσθητο. Και στη στάση του και στις μελωδίες του. Κι έτσι ακριβώς τον φανταζόμουνα και έτσι ήθελα να τον βρω το καλοκαίρι τού 1990 - που τότε πρωτοσυναντώ, γνωρίζω και συναναστρέφομαι για δύο χρόνια τον Γιώργο Ζαμπέτα, για την εργασία τής βιογραφίας του, για το βιβλίο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΓΙΩΡΓΟΥ ΖΑΜΠΕΤΑ - και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου», που τελικά μετά από μεγάλη έρευνα και πολύχρονη εργασία, κυκλοφόρησε το 1997, απ' τις εκδόσεις «ντέφι».
Βρίσκω τον Γιώργο Ζαμπέτα σε μια περίοδο πλήρους απομόνωσης και παραίτησης. Αφημένο και εσωστρεφή, χωρίς εκείνο το λαμπερό γέλιο και το φωτεινό πρόσχαρο πρόσωπο που είχα στο μυαλό μου μέχρι τότε. Ο Ζαμπέτας είναι αποκλεισμένος πλέον από το καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής, εγκαταλειμμένος έως και -θα έλεγα- προκλητικά αγνοημένος από τους παραγωγούς και εταιριάρχες, μαγαζάτορες και μεγαλοπελάτες, τους τραγουδιστές και μουσικούς, που είχε συνεργαστεί, στηρίξει και βοηθήσει στα πρώτα τους βήματα στο μουσικό χώρο. Ήταν για χρόνια ξεχασμένος απ' όλους, κλεισμένος στο σπίτι του και παρέα μόνο με τις μουσικές του, παλιές και καινούργιες...
Όλοι τους είχαν πάθει «εγκεφαλικό ξέχασμα» όπως έλεγε με τόσο χιούμορ -για επικάλυψη και άμβλυνση της πικρίας του. Όλοι τους... και «τα παιδιά του» (όπως τόσο στοργικά αποκαλούσε τους τραγουδιστές που ανέδειξε), αλλά και «το πρες και τα πλυντήρια ενημέρωσης»!
Όμως, από την πρώτη μέρα τής γνωριμίας μας και την καθημερινή κατόπιν επαφή μας, αρχίζω να ανακαλύπτω μέρα με τη μέρα και να βλέπω ολοφάνερα πια, τον Ζαμπέτα όπως τον φανταζόμουνα. Τον Ζαμπέτα που τελικά έτσι ήταν πάντα, όταν είχε γύρω του ανθρώπους να νοιάζονται, να ενδιαφέρονται γι αυτόν. Γνώρισα έναν άνθρωπο τόσο γλυκό, ευχάριστο, συναισθηματικό και τρυφερό. Τόσο "άνθρωπο"... Τόσο συγκροτημένο και δημιουργικό ακόμα! Που σε μάγευε με την παρουσία του, που ακτινοβολούσε όταν μιλούσε... Με πειστικό, συναρπαστικό κι ακατάπαυστο χειμαρώδη λόγο. Με μια ωραία και ιδιόρρυθμη φωνή -με μοναδικές τονικές αποχρώσεις- και βέβαια με την ευφυΐα, την ευστροφία, την λαϊκή φιλοσοφία του, τις απίστευτες γλωσσοπλασίες του και κυρίως την μοναδική του καυστικότητα και σκωπτικότητα, την χαρακτηριστική του προκλητική αθυροστομία! Είχε έναν ιδιότυπο χιουμοριστικό λόγο για να χλευάζει, να σχολιάζει, να επικρίνει και να ξορκίζει τελικά τα κακώς κείμενα και έτσι δεν σε έκανε να αισθάνεσαι καμιά αμηχανία, γιατί ήταν αυθεντικός, γνήσιος και αληθινός!
Ο Ζαμπέτας είχε τότε ανάγκη από αγάπη και ενδιαφέρον. Γιατί πάντα κι αυτός έδινε, χωρίς ιδιοτέλεια και χωρίς αντάλλαγμα σε όλους. Και είχε πολλά αποθέματα αγάπης…Την ένιωσα αυτή την πλευρά του, την άγγιξα. Είδα και τον Γιώργο και όχι μόνο τον Ζαμπέτα που ξέραμε επιδερμικά όλοι μας. Γνώρισα αυτή την "ψυχούλα", όπως χαρακτηριστικά έλεγε, αυτή τη μαγεία και τη ζεστασιά που βγαίνει ολοφάνερα και στις μουσικές του.
Με τη γνωριμία μας και την καθημερινή εργασία μας πήρε πάλι τα πάνω του, μπορώ να πω! Αναπτερώθηκε, πρόσεχε πολύ τον εαυτό του, ξαναζούσε... Έκανε ξανά, παντού, αισθητή την παρουσία του. Είχε κέφι για δουλειά και επέστρεψε στα μαγαζιά, είχε χρόνο για βόλτες και συναντήσεις με παλιούς φίλους. Είχε «περισσότερη έμπνευση και όρεξη για να δημιουργεί» -όπως μου τόνιζε.
Κι έγραφε καθημερινά νέες μουσικές ή προσχέδια τραγουδιών. Δεν άφησε να περάσει ούτε μια μέρα τής ζωής του που να μην παίξει μπουζούκι. Ήταν με αστείρευτη δημιουργικότητα και μουσική φαντασία, ως το τέλος του βίου του... Και με ευαίσθητη έμπνευση πάντα. Ως τα "Χίλια περιστέρια", που είχα τη χαρά και την τιμή να γράψω τους στίχους, αποδεικνύοντας ότι η «φλέβα» του παρέμενε «χρυσοφόρα»!
Με τα λόγια τού Στέλιου Ελληνιάδη, ένα απόσπασμα από το εξαιρετικό εισαγωγικό κείμενό του στο βιβλίο, ας τιμήσουμε τη γενέθλια μέρα του, την Κυριακή 25 Ιανουαρίου 1925:
"Όλη του τη ζωή μ' ένα σπαθί, ανυποχώρητος, ταμένος σε Έλληνα θεό, άνοιγε δρόμο στο ελληνικό τραγούδι. Αρνήθηκε τον εύκολο δρόμο τής μίμησης, αρνήθηκε να ενταχθεί σε ρεύματα, δεν έπαιξε το παιχνίδι κανενός. Έπαιζε μόνο ό,τι αυθόρμητα και πηγαία ξεπηδούσε από μέσα του ανά πάσα στιγμή. Κι όταν έφτανε στην έκσταση, πλημμύριζε ο τόπος από το ουράνιο, που κατέβαινε στη γη..."
Διαβάστε ακόμα: