ΑΠΟ ΤΑ ΕΓΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ΤΟΥ...

 
γράφει ο Φωστήρας
 
Τότε δεν υπήρχαν ηλεκτρονικά εισιτήρια, κινητά τηλέφωνα και viva.gr. Τότε είχε ουρά. Ορθοστασία και ατελείωτη ουρά. Όποιος το έχει ζήσει, με καταλαβαίνει. Πήγαμε με τους γονείς μου στην αργολική γη από την προηγουμένη και κατασκηνώσαμε έξω από το Ασκληπιείο το βράδυ πριν την παράσταση. Η μητέρα μου μυήθηκε στην αγάπη για το θέατρο από τον πατέρα της. Δεν μπορούσε να λείπει στο αντίο του Μινωτή. Αξημέρωτα στήθηκε πρώτη μπροστά από τα ξύλινα εκδοτήρια και περίμενε. Με το πρώτο φως άρχισαν να μαζεύονται και άλλοι πίσω της. Κατά τις δέκα κράτησε τη σειρά ο πατέρας μου και το μεσημέρι τον άλλαξα εγώ στη βάρδια. Τη θυμάμαι την μέρα εκείνη. Έκαιγε ο ήλιος την πέτρα. Αλλά τότε ήμουν τριάντα  χρόνια μικρότερος και τριάντα κιλά ελαφρύτερος. Είχα μαζί μου ένα μικρό ραδιοφωνάκι με κεραία. Ένας τοπικός σταθμός έπαιζε λαϊκά. Στις 5 το απόγευμα τα εκδοτήρια άνοιξαν. Οι έξι δεσμίδες εισιτήρια εξαντλήθηκαν σε 15 λεπτά.
Και ήρθε η ώρα. Σχεδόν όλοι όσοι συνέρρευσαν εκείνο το βράδυ στο κοίλο ήταν πιστοί. Οι ελάχιστοι υπόλοιποι  στο εκκλησίασμα ήταν κάτι περίεργοι κοσμικοί της εποχής, (πρώτη οχταετία της πασοκάρας, ανέβαιναν κάτι τσόκαρα το λιθόστρωτο που βγάζει στην πλάτη της σκηνής με ψηλά τακούνια!! και τσόκαρα!!!). Αυτοί πάντα υπάρχουν και συνήθως καταλαμβάνουν τις πέντε μόνο πρώτες σειρές. Οι «επίσημοι», που λένε. Τόσοι είναι, δεν είναι παραπάνω. 
 
Πρέπει να είσαι ζηλωτής για να ταξιδέψεις στην Επίδαυρο να δεις αρχαίο θέατρο. Κι έχω δει υπέργηρο Αυστριακό καθηλωμένο σε αναπηρικό καροτσάκι να μεταφέρεται από συνοδούς και να βλέπει την παράσταση από το κοίλο με δάκρυα στα μάτια.  

Και τα φώτα έσβησαν. Και έμεινε φωτισμένη μόνο η σκηνή, το πευκόφυτο άλσος του Ιππίου Κολωνού στην Αθήνα του βασιλιά Θησέα. Και βγήκε ο Μινωτής σκυφτός στη βακτηρία του, με βήμα αργό και χωλό, απόλυτα ταιριαστό στην ηλικία του και μάτια κλειστά και αχρείαστα, αφού μιλούσε πια από καρδιάς. Δεν ακουγόταν άχνα.

Κι ακούστηκε στο αργολικό θέατρο εκείνη η ΦΩΝΗ που για μισόν αιώνα συντάραζε τα συθέμελα του κόσμου για μία ακόμα φορά, την τελευταία. Γέρικη, αλλά δυνατή, βαθιά και στεντόρεια, σαν να ήθελε φτάσει από τη γη του Αγαμέμνονα μέχρι την αττική γη, εκεί που ζητούσε την τελευταία του κατοικία ο τελευταίος βασιλιάς της αρχαίας αττικής τραγωδίας.

Οι παλαιότεροι λένε ότι τρείς ήταν οι φωνές που σφράγισαν την αττική τραγωδία στην χρυσή της εποχή. Του Θάνου Κωτσόπουλου, του Μάνου Κατράκη και του Αλέξη Μινωτή. Πρόλαβα να ακούσω την ηχώ της τελευταίας στο κύκνειο της άσμα. Κι ήταν σαν ακούστηκε από τα έγκατα του κόσμου μέχρι τα πέρατα του. Και πουθενά αλλού στον κόσμο δεν θα μπορούσε να ακουστεί με αυτόν τον τρόπο. Μόνο εκεί, στην Επίδαυρο, που δρα επί της αύρας και στο θέατρο που ήταν εξαρχής φτιαγμένο για καθαρτήριο ψυχής, δίπλα στο ιερό του θεράποντα θεού Ασκληπιού, γιού του Απόλλωνα.

Στο τελευταίο χειροκρότημα το αργολικό θέατρο σείστηκε. Η Ελλάς ευγνωμονούσα αποχαιρετούσε έναν ζωντανό της θρύλο στο φυσικό του περιβάλλον, εκεί που έζησε τους θριάμβους μιας μυθικής ζωής.

Κι όμως. Εκείνο ΔΕΝ ήταν το μεγαλύτερο χειροκρότημα που γνώρισε η Επίδαυρος. Θα χρειαστεί να επανέλθω…

Διαβαστε ακομα:

ΠΡΙΝ ΑΚΟΜΑ ΑΝΕΒΕΙ Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ...